Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

Έξοδος Κινδύνου

Σήμερα σε σκεφτόμουν όλη μέρα. Θυμόμουν την τελευταία ερώτηση που μου είχες κάνει. Ποτέ δεν την ξέχασα. Ούτε κι εσένα σε ξεχνώ. Ούτε και τις τύψεις τις ξεχνώ. Όχι, ποτέ. Ούτε κι εκείνο το τηλέφωνο, ούτε τα δάκρυα, ούτε τα χρόνια που ήρθαν. Τίποτα δεν ξεχνώ. Όσο κι αν θέλω, όσο κι αν με συμφέρει να ξεχάσω… Δεν ξεχνώ. Θυμόμουν, λοιπόν, εκείνη την αναθεματισμένη ερώτηση και αναρωτιόμουν γιατί δεν σου απάντησα.
11 Μαρτίου, ξημερώματα Τετάρτης. Ήταν γύρω στις 3 όταν με πήρες τηλέφωνο. Είχα καταφέρει να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ και με ξύπνησες. Το σήκωσα και μου μίλησες. Ήσουν τόσο ταραγμένος. Δεν σε είχα ξανακούσει έτσι. Λες και ήξερες… Σε ρώτησα τι έχεις κι αμέσως ο τόνος της φωνής σου χαμήλωσε. Εσύ όμως δεν ηρέμησες. Σε άκουγα, το ένιωθα. Με ρώτησες αν εγώ είμαι καλά. Πάντα νοιαζόσουν πιο πολύ για μένα, παρά για τον εαυτό σου. Απάντησα μ’ ένα ξερό καλά. Ήξερες ότι δεν το εννοούσα. Λες και σου άναψα μια φωτιά, ο τόνος της φωνής σου υψώθηκε ξανά κι όλος ταραχή με ρώτησες: «Είναι λύση η αυτοκτονία;». Εγώ απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου δεν έβγαλα μιλιά. Μέχρι κι η ανάσα μου ήταν σιωπηλή. Σχεδόν δεν ανάσαινα, μήπως μ’ ακούσεις και θυμηθείς και με ξαναρωτήσεις. Επέμεινες. «Είναι λύση για σένα η αυτοκτονία;». Η φωνή σου είχε αρχίσει να ραγίζει κι εγώ συνέχιζα να μένω σιωπηλή. «Νομίζεις ότι μπορώ να το κάνω για πάντα; Νομίζεις ότι μπορώ να σε προσέχω για μια ζωή;». Πλέον το άκουγα καθαρά. Έκλαιγες. Εμένα τα μάτια μου είχαν στερέψει. Ούτε δάκρυ δεν κύλησε. Όχι ότι δεν με άγγιζαν αυτά που μου έλεγες… Όχι. Απλά, είχα στερέψει. «Ξέρεις πώς είναι να χάνεις τον άνθρωπό σου κάθε μέρα όλο και πιο πολύ; Ξέρεις πώς νιώθω εγώ όταν σε βλέπω να κοιτάς το κενό και ξέρω ότι εύχεσαι μ’ όλη σου την ψυχή να γίνει κάτι, οτιδήποτε και να πεθάνεις; Ξέρεις πώς είναι να δίνω όλο μου το είναι για να σε κάνω χαρούμενη, έστω και για ένα λεπτό, και να αποτυγχάνω; Να σε βλέπω να φεύγεις, να απομακρύνεσαι από μένα, απ’ τη ζωή, απ’ τον κόσμο όλο; Δεν ξέρεις.» Είχες δίκιο… Δεν ήξερα και ήθελα τόσο πολύ να σου πω συγγνώμη και να σου ζητήσω βοήθεια. Όμως, η φωνή μου λες και είχε κάνει φτερά. Δεν είπα κουβέντα. Παραιτήθηκες κι εσύ. Δεν άντεχες άλλο. Δεν σε κατηγορώ. Ήδη είχες ξοδέψει πολύ χρόνο και ένα τεράστιο κομμάτι της ψυχής σου για να γιατρέψεις τη δική μου.
Μα τι στο καλό με είχε πιάσει; Γιατί δεν απάντησα; Μια απλή ερώτηση ήταν! Είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα τούνελ με δύο εξόδους όλες κι όλες. Και οι δύο είναι φραγμένες. Δεν μπορείς να πας πουθενά. Κάθε στιγμή που περνά, το οξυγόνο όλο και λιγοστεύει και δυσκολεύεσαι ν’ αναπνεύσεις. Είναι ένας θάνατος αργός και βασανιστικός. Ξέρεις ότι στο τέλος θα πεθάνεις από ασφυξία και απλά περιμένεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις. Φώναξες βοήθεια αλλά κανείς δεν σε άκουσε. Και κάποιοι που σε άκουσαν, παρίσταναν τους κουφούς – πού να μπλέκουν τώρα;. Και κάποιοι άλλοι ήταν όντως κουφοί. Η αυτοκτονία είναι η έξοδος κινδύνου. Κάθε τούνελ έχει κι από μία, όμως ξέρεις ότι αν ανοίξεις αυτήν την πόρτα ο θάνατος είναι μοιραίος. Είναι στο χέρι σου αν θα περιμένεις μέχρι να τελειώσει ο αέρας και να μετράς τις τελευταίες σου ανάσες ή αν θα ανοίξεις την πόρτα και θα τελειώνεις μια και καλή. Άρα, όχι, δεν είναι λύση. Είναι έξοδος κινδύνου. Μ’ ακούς;! Σου απαντάω τώρα! Είναι έξοδος κινδύνου! Όχι δεν είναι λύση! Μ’ ακούς;! Σου απάντησα! Γύρνα τώρα…
Κοιτάζω το κινητό μου μήπως και δω καμία κλήση σου, αλλά φυσικά δεν υπάρχει τίποτα. Κοιτάζω την πόρτα μήπως και φανείς, αλλά φυσικά δεν υπάρχει τίποτα. Αχ, Θεέ μου –αν μ’ ακούς, κι αν υπάρχεις, κι αν έχω ακόμα το δικαίωμα να επικαλούμαι το όνομά σου- γιατί να μην απαντήσω; Μία ερώτηση απλή ήταν. Θα μπορούσα να την απαντήσω. Την ερώτηση που θα ακολουθούσε τρέμω… «Εσύ πού βρίσκεσαι; Μπροστά στην έξοδο κινδύνου με το χέρι πάνω στο πόμολο, σε μια γωνιά μετρώντας τις ανάσες σου;Πού» Δεν ξέρω. Προς το παρόν φεύγω γιατί βλέπω ένα φως. Είναι άραγε καμιά μικρή ρωγμή ανάμεσα στις πέτρες ή το φωτάκι της εξόδου; Αχ, γιατί να μην μπορώ να σου απαντήσω;

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2010

Κάποιος μου είπε....


Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που συναντήθηκα με το χαρτί και το στυλό. Μιλάω για ουσιαστική συνάντηση. Οι περισσότερες συναντήσεις τους τελευταίους δύο μήνες ήταν, ας πούμε, για καφέ. Σήμερα, λοιπόν, αποφάσισα να πάω μια βόλτα, παρέα με το χαρτιά μου πάντα, και να τα πιούμε, με σκοπό να τις μεθύσω τις άτιμες τις λέξεις και να βγουν αληθινές και δίχως ενδοιασμούς. Και να που πέτυχα το σκοπό μου και ο κενός χώρος στο χαρτί όλο και λιγοστεύει και οι λέξεις τρέχουν και μπερδεύονται στο μυαλό μου. Αληθινό χάος. Όμως, ας τις βάλω σε μια σειρά. Άλλωστε μεθυσμένες είναι, ότι θέλω τις κάνω…

Κάποιος μου είπε ότι έχω αλλάξει. Κάποιος μου είπε ότι δεν γελάω πια. Κάποιος μου είπε πως η ζωή μου είναι ένα κουτί με μια μητρική και μνήμες RAM. Κάποιος μου είπε ότι έχω κατάθλιψη. Κάποιος μου είπε ότι δεν ζω. Κάποιος μου είπε ότι η ζωή είναι μικρή. Κάποιος μου είπε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, μπορείς να το πετύχεις. Κάποιος αναρωτήθηκε τι έχω. Κάποιος με ρώτησε αν μπορεί να βοηθήσει. Κάποιος με ρώτησε αν μπορώ να τον βοηθήσω. Κάποιος με ρώτησε πώς αντέχω. Κάποιος γέλασε μ’ αυτά που είπα. Κάποιος είπε ότι ζω σε ροζ κόσμο. Κάποιος μ’ έστησε στον τοίχο κι άρχισε να πυροβολεί. Κάποιος άκουσε τις κραυγές μου κι έτρεξε να βοηθήσει μα δεν τον άφησα. Κάποιος μου είπε να σκάσω κι οι κραυγές έγιναν σιωπηλές. Κάποιος με λυπήθηκε και τον μίσησα. Κάποιος με μίσησε και τον λυπήθηκα. Κάποιος φύλαξε τα δάκρυά μου σε γυάλινο δοχείο. Κάποιος τ’ αγόρασε μισοτιμής από έναν πλανόδιο και στη μεταφορά του έσπασε. Κάποιος είπε ότι έχω αλλάξει…

Ρώτησα κάποιον γιατί να αλλάζουν οι άνθρωποι, μα απάντηση δεν πήρα. Ρώτησα κάποιον γιατί να θλίβονται, μα απ’ τα χείλη του ήχος δεν βγήκε. Ρώτησα κάποιον γιατί να είναι μόνοι, μα έσκυψε το κεφάλι. Ρώτησα κάποιον γιατί να παίρνουν χάπια οι άνθρωποι ως υποκατάστατα της ευτυχίας, μα κάρφωσε τα μάτια στο κενό. Ρώτησα κάποιον γιατί οι άνθρωποι μόνο να υπάρχουν, μα με κοίταξε σιωπηλός. Ρώτησα κάποιον γιατί δεν μπορούν να βρουν ησυχία όταν την έχουν ανάγκη. Ρώτησα κάποιον γιατί τόση υποκρισία. Ρώτησα κάποιον γιατί να μην μπορείς να βοηθήσεις. Ρώτησα κάποιον γιατί να αισθάνονται κι άλλοι όπως εγώ. Ρώτησα κάποιον γιατί το διαφορετικό φαντάζει γελοίο. Ρώτησα κάποιον γιατί οι άνθρωποι να έχουν αχρωματοψία, μα εκείνος έκλεισε τα μάτια του. Ρώτησα κάποιον γιατί ο κόσμος είναι τόσο σκληρός. Ρώτησα κάποιον γιατί φοβούνται να εμπιστευθούν. Ρώτησα κάποιον γιατί οι κραυγές να γίνονται σιωπηλές. Ρώτησα κάποιον γιατί να μισούν οι άνθρωποι, μα εκείνος έκλεισε τ’ αυτιά του. Ρώτησα κάποιον γιατί τα δάκρυα να μπαίνουν σε δοχεία και συνέχισα φωνάζοντας γιατί να σπάνε; Ρώτησα κάποιον γιατί να αλλάζουν οι άνθρωποι, μα απάντηση δεν πήρα. Μόνο ένα δάκρυ κύλησε κι όταν συνήλθε με συμβούλεψε να τ’ αφήσω όλα αυτά στην άκρη. Κάποιος μου είπε να γίνω φυσιολογική. Κάποιος μου είπε να σκάσω και οι κραυγές μου έγιναν σιωπηλές…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 09, 2010

3:28,3:29,3:30......6:30


Πάλι άρχισαν να με βασανίζουν αυτές οι αϋπνίες! Πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι χωρίς να χρειαστεί να ανησυχήσω γι’ αυτό και τώρα να τα μας πάλι!!! Περίπου τρεις ώρες έχουν περάσει από την ώρα που ξάπλωσα κι ακόμα τίποτα. Έχω δοκιμάσει τα πάντα! Προσπάθησα να έχω τα μάτια κλειστά, τα μάτια ανοιχτά, μπρούμυτα, ανάσκελα, στο πλάι, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι, μ’ ένα χαλαρό τραγούδι να παίζει. Τα πάντα! Κι όμως πάλι τίποτα δεν πιάνει. Ακόμα και να διαβάσω προσπάθησα, όμως το μόνο που κατάφερα ήταν να κουράσω τα μάτια μου, χωρίς να’ χω καταλάβει λέξη απ’ τις σελίδες που διάβασα. Ένα συγκεκριμένο ρεφρέν είναι καρφωμένο στο μυαλό μου και η πιο απλή ερώτηση που θα μπορούσε να μου κάνει κανείς, με ενοχλεί σαν σκουπίδι μέσα στο μάτι. Πώς είναι δυνατόν με μία μόνο λέξη που λέει, να φέρνει τα πάνω κάτω στο μυαλό μου?! Αυτή η πόλη με αρρωσταίνει. Είναι ένα μικρόβιο που έχει στρογγυλοκαθίσει στα πνευμόνια μου και δεν μ’ αφήνει να ανασάνω. Πώς να κοιμηθείς, όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις? Ή βάζεις μάσκα οξυγόνου και κοιμάσαι του καλού καιρού ή μένεις ξάγρυπνος… Μάσκα δεν χρησιμοποίησα ούτε πριν από τρεις μήνες, αλλά ούτε και τώρα σκοπεύω να χρησιμοποιήσω. Άρα μάλλον θα μείνω και πάλι άυπνη και θα παίρνω ανά έξι ώρες (ή και λιγότερο αν παραστεί ανάγκη) ένα παυσίπονο για να αντέξω…λίγο ακόμα μόνο. Λίγο ακόμα και μετά θα πάω για «ύπνο». Αυτή η πόλη μ’ αρρωσταίνει. Κι είναι μια αρρώστια ανίατη. Μερικές θεραπείες μόνο υπάρχουν, ίσα-ίσα για να παίρνεις μια ανάσα, κι έπειτα πάλι στον πάτο. Μια ανάσα μικρή, όμως. Γιατί αν αναπνεύσεις απότομα πολύ οξυγόνο θα ζαλιστείς… Εισπνέεις μικρή ποσότητα οξυγόνου, για το καλό σου, κι έπειτα από τα πολλά: «ουφ»…εκπνέεις τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα. Κι ύστερα πώς να φτάσει το οξυγόνο για όλους? Γι’ αυτό κάθε φορά, αναπνέεις όλο και λιγότερο. Αυτή η ατμόσφαιρα με κάνει και αναπολώ την τελευταία βουτιά στη θάλασσα… Εκεί μέσα είχε περισσότερο οξυγόνο απ’ ότι έχει εδώ. Αυτή η πόλη μ’ αρρωσταίνει. Και να ζητήσω βοήθεια από ποιον?! Λες και οι άλλοι έχουν περισσότερο οξυγόνο… Τα μάτια μου είναι κόκκινα και δακρύζουν συνεχώς. Η κούραση είναι πλέον αφόρητη κι αν συνεχίσω έτσι, δεν ξέρω μέχρι πότε θα αντέξω. Μέχρι πότε άραγε να κάνουν δουλειά τα παυσίπονα? Έχω στερέψει από ιδέες… Δεν ξέρω πια τι άλλο να κάνω. Κι αυτή η μάσκα οξυγόνου ποτίζει τον εγκέφαλο και δεν τον αφήνει να σκέφτεται σωστά. Πώς να πάρω τέτοια απόφαση και να την χρησιμοποιήσω?! Όχι, δεν είναι λύση. Θα με σώσει από την κατάρρευση αλλά από τις τύψεις που θα με κυνηγούν μετά δεν θα μπορεί να με γλιτώσει τίποτα… Αυτή η πόλη μ’ αρρωσταίνει. Και τώρα πάω να ξαπλώσω, έχοντας στο μυαλό μου την ίδια πάντα ερώτηση… και το ίδιο ρεφρέν… «Just gonna stand there and hear me cry,but it's alrigth...»

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 04, 2010

Σώπα....

Σώπα! Μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή.

Κοψ’ τη φωνή σου.

Σώπασε επιτέλους.

Κι αν ο λόγος είναι αργυρός,

Η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί.

Έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγανε:

«ΣΩΠΑΣΕ»

Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή. Μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; ΣΩΠΑ!»

Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσς… σώπα!»

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.

Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου,

Η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο

«τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,

«θα βρεις τον μπελά σου, σώπα!»

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι:

«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,

Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις! Σώπα!»

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά.

Η γυναίκα μου ήταν τίμια και εργατική και

Ήξερε να σωπαίνει.

Είχε μια μάνα συνετή, που της έλεγε «σώπα»

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:

«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»

Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές

Με τους γείτονες μας ένωνε, όμως, το «σώπα»

«Σώπα» ο ένας, «σώπα» ο άλλος, «σώπα» οι επάνω, «σώπα» οι κάτω,

«σώπα» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.

«Σώπα» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.

Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.

Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.

Φτιάξαμε τον σύλλογο του «Σώπα».

Μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,

Τα πάντα, κι όλα πολύ.

Εύκολα. Μόνο με το «Σώπα».

Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»

Μάθε το στη γυναίκα σου, το παιδί σου, την πεθερά σου

Κι όταν νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου

Και καν’ την να σωπάσει.

Κοψ’ την σύρριζα.

Πέτα την στα σκυλιά.

Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Και δεν θα’ χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.

Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από τα βράχνα να μιλάς,

Χωρίς να μιλάς, να λες: «Έχετε δίκιο. Είμαι σαν κι εσάς»

Αχ! Πόσο θα’ θελα να μιλήσω ο κερατάς!

Και δεν θα μιλάς,

Θα γίνεις φαφλατάς,

Θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.

Κόψε τη γλώσσα του, κοψ’ την αμέσως.

Δεν έχεις περιθώρια.

Γίνε μουγκός.

Αφού δεν θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις.

Κόψε τη γλώσσα σου,

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός.

Στα σχέδια και στα όνειρά μου,

Ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς, κρατώ τη γλώσσα μου

Γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θ’ αντέξω

Και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω

Και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ ένα φθόγγο,

Με ένα ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:

ΜΙΛΑ!



Αζίζ Νεσίν

Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

Επιστροφή στην πόλη


Δεν μου βγαίνει ούτε μια πρόταση, μια λέξη, μια συλλαβή έστω. Άρχισαν πάλι τα πείσματά τους οι λέξεις. Συνήθισαν στην θέα της θάλασσας και τ’ ουρανού και τώρα φοβήθηκαν τους τσιμεντένιους τοίχους. Κανονικά θα έπρεπε να γράφω μέρες ολόκληρες για να πω αυτά που θέλω, όμως τι να κάνω που ακόμα δεν έχω βρει τον τρόπο ν’ αναγκάζω τις λέξεις να βγαίνουν όποτε θέλω εγώ; Γι’ αυτό συνοψίζω όλα όσα θέλω να πω σε μία πρόταση: Καλό χειμώνα και καλό κουράγιο να’ χουμε…

Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010

Βάσεις 2010

http://www.neolaia.gr/wordpress/index.php/2010/08/25/oles-oi-baseis-2010-2011-se-aei-kai-tei/

Κυριακή, Αυγούστου 22, 2010

Το Όνειρο


Κοίταξε το βαθύ μπλε των ματιών της, που έμοιαζαν σα να’ χουν κλειστεί δυο θάλασσες μ’ ένα άσπρο περίβλημα και δυο κατάμαυρες κόρες στη μέση. Περιεργάστηκε το πρόσωπό της και θυμήθηκε την πρώτη μέρα που τη γνώρισε. Ήταν ακόμα έφηβη κι αυτός ένας φιλόδοξος ζωγράφος. Είχαν αρκετά χρόνια διαφορά, όμως, δεν τον πολυένοιαζε τότε. Τα νιάτα της τον γέμιζαν ζωή και η φρεσκάδα της τον κατέκλυζε και τον βοηθούσε να ξεπεράσει τα προβλήματα. Και τώρα την έβλεπε ξανά ύστερα από είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει πολύ. Κάποιες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται γύρω από τα μάτια της και το μέτωπό της, όμως παρέμενε όμορφη.

«Χριστίνα…» κατάφερε, παρά την ταραχή του, να ψελλίσει το όνομά της.

Δυο μπλε χάντρες τον κοίταζαν γεμάτες απορία.

«Γνωριζόμαστε;» είπε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να θυμηθεί, πράγμα που ήταν έκδηλο στο πρόσωπό της.

«Ο Ανδρέας είμαι. Ανδρέας Γιαριφόρου.»

Τα μάτια της φωτίστηκαν και το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά.

«Ανδρέα! Ανδρέα μου!» αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόλαβε να ψελλίσει πριν ξεσπάσει σε αναφιλητά, πέφτοντας στην αγκαλιά του. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθουν από την έκπληξη. Όταν τελικά τα κατάφεραν κάθισαν στο τραπέζι χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη από την αμηχανία.

«Λοιπόν, Χριστίνα Χριστόφια έχεις εξηγήσεις να δώσεις!» της είπε εύθυμα.

«Ξεκίνα πρώτος. Πάω στοίχημα ότι εσύ έχεις πιο ενδιαφέροντα πράγματα να μου διηγηθείς. Απ’ όσο θυμάμαι ήσουν ένας πολλά υποσχόμενος ζωγράφος.» του απάντησε μ’ ένα γοητευτικό χαμόγελο που του θύμισε για μία ακόμα φορά τόσα πολλά.

«Λοιπόν, δεν είναι τόσο συναρπαστική η ζωή μου. Έφυγα από την Αρναία, θέλοντας να ξεκινήσω μια καριέρα ως ζωγράφος. Μέχρι εκεί ξέρεις…»

«Εγώ θυμάμαι ότι έφυγες από την Αρναία για να ξεφύγεις από μένα. Ή καλύτερα για να ξεφύγεις από μας.» τον διέκοψε μ’ έναν προκλητικό τόνο.

«Καλά θυμάσαι. Φοβόμουν, Χριστίνα. Φοβόμουν για σένα. Για σένα έφυγα. Έπρεπε να το κάνω. Στο υπόλοιπο χωριό είπα ότι είχα μια ενδιαφέρουσα πρόταση για δουλειά. Δεν ήθελα να σε εκθέσω. Η κοινωνία που ζούσαμε ήταν αυστηρή και οι εποχές δύσκολες.» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Ας μην σκαλίζουμε τα παλιά, Ανδρέα. Με έχουν πονέσει ήδη αρκετά. Θέλω να μάθω για σένα, για τη ζωή σου. Είμαι στ’ αλήθεια πολύ περίεργη.»

«Μετά που έφυγα ήμουν κι εγώ συντετριμμένος. Δεν είχα επιλογή όμως. Έπρεπε να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εσένα. Κι αυτό έκανα. Έπιασα δουλειά σ’ ένα εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Το παιδί για τα θελήματα ήμουν. Τα λεφτά δεν ήταν καλά. Ίσα- ίσα μου έφταναν για να νοικιάζω ένα δωματιάκι. Ήθελα όμως να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην τέχνη που λάτρευα και συνεχίζω να λατρεύω. Τα βράδια όταν έφευγαν όλοι, έπαιρνα κρυφά καμβάδες κι εφάρμοζα τις τεχνικές που άκουγα από τους δασκάλους. Άρχισα να προοδεύω. Κάποια στιγμή με έπιασε να ζωγραφίζω ένας από τους δασκάλους της σχολής και είπε ότι έχω ταλέντο και πως ευχαρίστως θα μου παρέδιδε μαθήματα αφιλοκερδώς. Δέχτηκα, φυσικά. Από τότε όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Ο δάσκαλός μου με γνώρισε σε πρόσωπα σπουδαία και σε φτασμένους καλλιτέχνες που μου άνοιξαν πολλές πόρτες αργότερα. Κατάφερα στο ενδιάμεσο διάστημα να αποτοξινωθώ από το αλκοόλ. Δεν έχω ξαναπιεί από τότε ούτε σταγόνα. Σε μία εβδομάδα έχω διοργανώσει μία έκθεση. Θα ήθελα πάρα πολύ να βρίσκεσαι εκεί.»

«Θα προσπαθήσω, Ανδρέα μου. Όμως, δεν μου είπες… Οικογένεια, παιδιά; Δεν έκανες;» ρώτησε με μια κρυφή ελπίδα μέσα της.

«Ο χρόνος ήταν πολύ περιορισμένος και προτιμούσα να τον περνάω διαβάζοντας βιβλία και εφημερίδες. Έψαχνα σ’ όλες τις εφημερίδες να δω κάπου τυπωμένο ένα διήγημά σου ή κάποια κριτική για ένα βιβλίο σου. Αν θυμάμαι καλά ήταν το όνειρό σου.»

Η όψη της σοβάρεψε και τα μάτια της έμοιαζαν σα να’ χουν πάρει φωτιά. Δυο θάλασσες ανταριασμένες. Άφησε έναν αναστεναγμό και προσπάθησε να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

«Τα πράγματα για μένα δεν ήρθαν τόσο βολικά. Κι εγώ δεν έμεινα πολύ καιρό στην Αρναία. Βλέπεις τα πάντα γύρω μου, μου θύμιζαν εσένα. Η μάνα μου επέμενε να με στείλουν στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, όμως ο πατέρας μου ήθελε επιπλέον χέρια για το μαγαζί. Ένα βράδυ μάζεψα τα πράγματά μου κι έφυγα χωρίς να με πάρει χαμπάρι κανείς. Δεν μπορούσα να περιπλανιέμαι στο χωριό γιατί όλο και κάποιος θα μ’ έβλεπε και θα το σφύριζε στη μάνα μου. Περπάτησα, λοιπόν, μέχρι το πλησιέστερο χωριό κι από κει, αφού δούλεψα κι έβγαλα τα λεφτά για μεταφορικά, πήγα στη Θεσσαλονίκη. Έψαξα κατευθείαν να βρω μια δουλειά για να εξασφαλίσω τα προς το ζην. Δούλευα σχεδόν όλη τη μέρα κι όταν γυρνούσα στο δωμάτιο που νοίκιαζα δεν είχα κουράγιο να γράψω. Όταν κατάφερνα να ξεκλέψω λίγο χρόνο πήγαινα πού και πού και ρωτούσα σε εφημερίδες αν ενδιαφέρονταν για κάποιο απ’ τα κείμενά μου. Όμως παντού η απάντηση ήταν αρνητική. Έτσι συνέχισα να δουλεύω στο παντοπωλείο. Κάπου- κάπου έγραφα. Κάθε μέρα που περνούσε, όμως, γυρνούσα απ’ τη δουλειά όλο και πιο κουρασμένη και αραίωναν οι συναντήσεις μου με την πένα και το χαρτί, ώσπου διακόπηκαν εντελώς. Δούλευα στο παντοπωλείο δέκα χρόνια περίπου, ώσπου το αφεντικό μου απεβίωσε και έκλεισε. Από τότε κάνω διάφορες δουλειές που μου εξασφαλίζουν τα απολύτως απαραίτητα. Τώρα εργάζομαι σ’ ένα σπίτι ενός αριστοκράτη από γερό τζάκι, για πέντε ψίχουλα, ως «οικιακή βοηθός» το λένε αυτοί. Εγώ το λέω δούλα. Αλλά ότι όνομα και να του δώσεις η δουλειά δεν αλλάζει.»

«Και τι; Αυτό ήταν; Τα παράτησες; Δεν προσπάθησες να παλέψεις για το όνειρο σου;» της είπε μ’ έναν τόνο στη φωνή του τόσο υποτιμητικό. Η Χριστίνα αμφιταλαντεύτηκε για λίγη ώρα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ που ήταν αφημένος στο γεμάτο χαραγματιές τραπεζάκι. Γεύτηκε τη νοστιμιά του καφέ και με σχεδόν ευλαβικές κινήσεις έστριψε ένα τσιγάρο.

«Λοιπόν, δεν θα μου απαντήσεις; Τι έκανες; Παραιτήθηκες;» της υπενθύμισε με ανυπομονησία.

«Ναι. Τα παράτησα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν γινόταν να πετάω στα σύννεφα όταν έπρεπε να πληρώσω το νοίκι, το νερό, το ηλεκτρικό, το φαγητό κι ένα σωρό άλλα. Έπρεπε να δουλέψω σκληρά για να τα καταφέρω. Εσύ στάθηκες τυχερός, όμως δεν συμβαίνει πάντα το ίδιο. Κοίτα γύρω σου, Ανδρέα. Οι άνθρωποι πεινάνε. Δεν έχουν ούτε χρόνο, ούτε διάθεση για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Πολλοί από αυτούς που βλέπεις δεν έχουν το κουράγιο ούτε καν να κάνουν όνειρα. Νομίζεις ότι αυτοί αξίζουν λιγότερο σεβασμό από σένα; Όχι φυσικά. Κι αυτοί το ξέρουν. Όμως, σκύβουν το κεφάλι γιατί έχουν να θρέψουν παιδιά και γιατί αν δεν το κάνουν θα πεινάσουν. Σκύβουν το κεφάλι στο αφεντικό που τους εκμεταλλεύεται και τους μειώνει, σκύβουν το κεφάλι στο κράτος που τους τρώει το μεδούλι, σκύβουν το κεφάλι στην κοινωνία που τους απαξιώνει…» θέλησε να πει κι άλλα, όμως περιορίστηκε σ’ έναν αναστεναγμό. Ήπιε άλλη μια γουλιά απ’ τον καφέ που βρισκόταν στο τραπεζάκι και ρούφηξε μια γερή τζούρα απ’ το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει και ο Ανδρέας ένιωθε πως το κλίμα δεν τον σηκώνει πια.

«Είναι ώρα να πηγαίνω νομίζω» μουρμούρισε προτάσσοντας το χέρι του. Η Χριστίνα ανταποκρίθηκε στην χειραψία και του χάρισε ένα από τα υπέροχα χαμόγελά της. Αυτός ανταπέδωσε το χαμόγελο και άφησε δύο δραχμές στο τραπέζι για τον καφέ του. Η Χριστίνα έμεινε λίγη ώρα ακόμα κι έπειτα ξεκίνησε για το σπίτι της.

Το σπίτι της βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα και τριγύρω υπήρχαν διάσπαρτα εδώ κι εκεί μερικά ακόμη σπίτια και αμέτρητα χωράφια. Άνοιξε την πόρτα κι ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Είχε μια κουζίνα, ένα μπάνιο κι ένα δωμάτιο. Το δωμάτιό της ήταν ένας μικρός χώρος με μια χαμηλή πόρτα κι ένα παράθυρο ακριβώς πάνω από το κρεβάτι. Στον έναν τοίχο υπήρχε και μια ντουλάπα που φύλαγε στα σωθικά της ότι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Το δωμάτιο είχε μια μυρωδιά κλεισούρας αναμειγμένη με ένα άρωμα φρεσκοβρεγμένου χώματος. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Διέσχισε με μια δρασκελιά το δωμάτιο και άνοιξε το παραθυράκι για να μπει λίγος καθαρός αέρας. Κάθισε, έπειτα, στο κρεβάτι κι ένιωσε τα ελατήρια του κρεβατιού να αγκομαχούνε. Σκέφτηκε για μία ακόμα φορά το πρόσωπό του και στα καλοσχηματισμένα χείλη της εμφανίστηκε ένα χαμόγελο νοσταλγίας.

Λάτρευε να κοιτάζει απ’ το παράθυρό της τη θάλασσα για ώρες. Ήξερε τι χρώμα παίρνει το πρωί, όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φωτίσουν την επιφάνειά της. Ήξερε τι χρώμα παίρνει το μεσημέρι, όταν ο ήλιος την τσουρούφλιζε. Ήξερε τι χρώμα παίρνει το σούρουπο, όταν ο ήλιος ετοιμαζόταν να κρυφτεί κι έριχνε εξουθενωμένος τις τελευταίες ακτίνες φωτός. Και ήξερε τι όμορφα που λαμπυρίζει το βράδυ, όταν το φεγγάρι είναι γεμάτο. Έμενε μέρες ξάγρυπνη μόνο και μόνο για να καταφέρει να αποτυπώσει με όση ακρίβεια γίνεται αυτές τις αποχρώσεις στο χαρτί.

Είχε πει ψέματα στον Ανδρέα. Συνέχιζε ακόμα να γράφει. Ήταν ένα είδος ναρκωτικού, όπως το τσιγάρο αλλά πιο δυνατό, από το οποίο δεν μπορούσε να αποτοξινωθεί. Φυσικά και κυνήγησε τα όνειρά της. Φυσικά και πάλεψε με νύχια και με δόντια γι’ αυτά. Αυτό που δεν έκανε, σε αντίθεση με τον παλιό της γνώριμο, ήταν να θυσιάσει το ταλέντο της στο βωμό του χρήματος και της εμπορικότητας. Χωρίς να το θέλει, το μυαλό της άρχισε να τρέχει με ταχύτητα φωτός στα παλιά και να σκαλίζει το παρελθόν της.

Ήταν Τρίτη βράδυ και το παντοπωλείο ήταν κλειστό εδώ και ώρες. Η Χριστίνα είχε μείνει μόνη της για να τακτοποιήσει κάτι καινούριες παραλαβές. Είχε αναμμένη μια λάμπα πετρελαίου, που έριχνε ένα ασθενικό φως στο δωμάτιο. Ήταν γύρω στις έντεκα όταν κατάφερε να τελειώσει μετά από ώρες σκληρής δουλειάς. Βγήκε στο δρόμο και διαπίστωσε ότι είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο. Είχε ξεχάσει να πάρει ομπρέλα μαζί της. Φόρεσε, λοιπόν, την κουκούλα της ζακέτας της για να προφυλαχτεί απ’ το κρύο και τη βροχή. Έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έλεγξε τα ψιλά της. Δεν της έφταναν για να πάρει ταξί, οπότε ξεκίνησε με τα πόδια.

Ήταν αργά και οι δρόμοι που περπατούσε άδειοι. Η ομίχλη έπεφτε σαν κουρτίνα μπροστά στα μάτια της και εμπόδιζε την όρασή της. Άκουγε πού και πού μερικά αμάξια να πλησιάζουν και να απομακρύνονται βιαστικά. Είχε διανύσει περίπου ένα χιλιόμετρο και η ψιχάλα είχε μετατραπεί σε δυνατή βροχή. Σε ολόκληρη τη διαδρομή είχε συναντήσει έναν-δυο πεζούς και καμιά δεκαριά αυτοκίνητα. Το μάλλινα ρούχα της και οι μπότες δεν εμπόδιζαν την υγρασία να τα διαπεράσει, να φτάσει στο κρέας, να ροκανίσει βασανιστικά αργά τα κόκαλά της, ώσπου τελικά να μην νιώθει τίποτα. Τα άκρα της είχαν μουδιάσει σε τέτοιο βαθμό, που και η ίδια απορούσε πως μπορούσε να προχωράει ακόμα.

Ύστερα από μία ώρα, περίπου, περπάτημα μέσα στη βροχή και το κρύο, έφτασε στο σπίτι της και άνοιξε την πόρτα. Ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο και στο οπτικό της πεδίο μπήκε το μικρό σκοτεινό δωμάτιο. Έμπαινε ελάχιστο φως από το μικρό παραθυράκι, που προερχόταν από τη λάμπα του δρόμου. Η ομίχλη ήταν τόσο παχιά που το μόνο που μπορούσε να διακρίνει απ’ το παράθυρο ήταν αυτό το ασθενικό φως της λάμπας. Συνήθως προτιμάει να κάθεται στο σκοτάδι και να απολαμβάνει τη σιωπή, παρέα με μια ζεστή κούπα σοκολάτας. Αυτή τη νύχτα όμως κάτι την τρόμαζε στο σκοτάδι. Η σιωπή ήταν απόκοσμη. Πάτησε το διακόπτη και το σπίτι κατακλίστηκε από φως. Άναψε τη ξυλόσομπα και κάθισε δίπλα για να ζεστάνει το κορμί της.

Η ανησυχία της, όμως, αντί να σβήνει σιγά-σιγά, δυνάμωνε. Όλο και πιο πολύ. Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Η ομίχλη είχε εξασθενίσει και μπορούσε να δει τον ουρανό. Κάθισε στο παλιό κρεβάτι και οι σούστες έτριξαν, όπως πάντα. Είχε όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση. Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό πρώτα στα δύο κι έπειτα στα τέσσερα, στα έξι… Ακολούθησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και η Χριστίνα πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι ταραγμένη. Άνοιξε το συρτάρι απ’ το κομοδίνο κι έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι κατάλευκο χαρτί και μια πένα. Κάθισε στο ξύλινο πάτωμα και έστυψε το μυαλό της για μια καλή ιδέα. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί, όμως μάταια. Κάτι την ανησυχούσε. Κάτι φοβόταν κι ούτε και η ίδια ήξερε τι.

Είχαν περάσει ώρες κι αυτή ήταν καθισμένη στο πάτωμα με την κόλα χαρτί κατάλευκη μπροστά της και την πένα παρατημένη στο πάτωμα. Το πήρε τελικά απόφαση πως σήμερα δεν επρόκειτο να γράψει ούτε μια λέξη και ξαναέβαλε στο συρτάρι το χαρτί και την πένα. Αποφάσισε πως ένας καλός ύπνος θα της έκανε καλό. Έτσι ξάπλωσε στο σιδερένιο κρεβάτι κι ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν.

Προχωρούσε σ’ έναν διάδρομο μακρόστενο γεμάτο ξύλινες καφέ πόρτες, χαραγμένες με χρυσούς σκαλιστούς αριθμούς. Υπέθεσε ότι βρισκόταν σε κάποιον διάδρομο ξενοδοχείου. Στους τοίχους κυλούσε ένα σκούρο παχύρευστο υγρό. Άγγιξε τον έναν τοίχο και διαπίστωσε πως αυτό το υγρό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αίμα. Όλοι οι διάδρομοι ήταν πλημμυρισμένοι με αίμα. Στους τοίχους, στο πάτωμα στο ταβάνι. Παντού. Έτρεχε σαν αλαφιασμένη να σωθεί. Την ακολουθούσε ένας άνδρας ψηλός με πυκνό μούσι και καταγάλανα μάτια. Κάτι μάτια που έκρυβαν μέσα τους απεριόριστο μίσος. Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο, ψάχνοντας απεγνωσμένα για βοήθεια. Μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι η αδερφή της.

«Άννα, τρέξε!» φώναξε με όση δύναμη της είχε απομείνει. Η αδερφή της, όμως την κοιτούσε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη, χωρίς να λέει κουβέντα. Στο δωμάτιο μπήκε με νωχελικές αλλά απειλητικές κινήσεις, ο άνδρας που την κυνηγούσε. Τα δύο αδέρφια ξέσπασαν σε αναφιλητά και παρακαλούσαν για τη ζωή τους. Ο άνδρας δίχως ίχνος ευσπλαχνίας στο πρόσωπό του, ξεστόμισε μερικές βρισιές, άρπαξε την Άννα κι έφυγε τρέχοντας.

Η Χριστίνα συνήλθε γρήγορα κι άρχισε να ψάχνει την αδερφή της απεγνωσμένα. Σκαρφάλωνε σε βράχια και περνούσε παραλίες, βουνά και δρόμους γεμάτο ανθρώπους. Όμως, κανείς δεν είχε δει εκείνον τον άνδρα με την αδερφή της. Κάπου ψηλά σ’ έναν λοφίσκο στεκόταν ένα μοναστήρι. Η Χριστίνα κατευθύνθηκε προς τα εκεί σίγουρη πως θα έβρισκε την αδερφή της κι αυτόν τον μυστηριώδη άνδρα εκεί.

Όταν έφτασε στο μοναστήρι είδε ένα πλήθος ανθρώπων να στέκονται ακόμα και έξω από αυτό για να ακούσουν τις ψαλμωδίες. Με λίγο κόπο κατάφερε να μπει στην αυλή και μόλις έστριψε το κεφάλι της προς τα δεξιά είδε την αδερφή της να στέκεται εκεί και να την κοιτάει μ’ ένα βλέμμα κενό. Το μοναστήρι και η αυλή ήταν κατακλεισμένα από πιστούς που κρατούσαν ψαλτήρια στο χέρι και το μόνο που έκαναν είναι να κουνούν τα χείλη τους. Δεν μιλούσαν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ψαλμωδίες των μοναχών. Στο βάθος της αυλής η Χριστίνα είδε τον άνδρα που την κυνηγούσε να κρατάει στην αγκαλιά του ένα μωρό. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν κι ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά. Αμέσως έτρεξε προς το μέρος του και άρπαξε το μωρό από την αγκαλιά του. Προσπάθησε να γλιτώσει, τρέχοντας αλλά τα πόδια της ήταν κολλημένα στο ίδιο σημείο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί κι ο άνδρας την πλησίαζε όλο και πιο πολύ με βασανιστικά αργά βήματα και μια έκφραση χαιρεκακίας στο βλέμμα. Η Χριστίνα ζητούσε απεγνωσμένα τη βοήθεια κάποιου. Φώναζε, ούρλιαζε, όμως κανείς δεν φαινόταν να δίνει σημασία.

«Το μωρό μου! Σώστε το μωρό μου!» κραύγαζε με όλη της τη δύναμη και σκουντούσε όποιον ήταν δίπλα της σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή τους. Όλοι, όμως, ήταν υπερβολικά αφοσιωμένοι στα ψαλτήρια τους και δεν νοιάζονταν για τα γεγονότα που έπαιρναν μέρος δίπλα τους. Ο άνδρας πλησίαζε όλο και περισσότερο, όταν πια απείχε μόλις μερικά εκατοστά από την Χριστίνα και το μωρό. Απελπισμένη, πάλευε να ξεφύγει για να σώσει την ίδια και το μωρό, όμως ο άνδρας άπλωσε το χέρι του κι ακούστηκε μια εκκωφαντική κραυγή.

Η Χριστίνα πετάχτηκε ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε αλαφιασμένη γύρω της. Ήταν ακόμα νύχτα και η βροχή είχε σταματήσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα με σκοπό να πιει ένα ποτήρι νερό για να συνέλθει.

«Ήταν μόνο ένα όνειρο» μουρμούρισε στον εαυτό της προσπαθώντας να καθησυχαστεί.

Η πόρτα του σπιτιού της χτύπησε και τη διέκοψε από αυτήν την δυσάρεστη αναδρομή στο παρελθόν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε απρόθυμα. Μια γυναίκα μεσόκοπη με κάτασπρα μαλλιά και κατάμαυρα μάτια, στεκόταν στο κατώφλι της. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και την εξέτασε. Η Χριστίνα ένιωσε το βλέμμα της να σαρώνει το κομμάτι του σπιτιού που ήταν διακριτό και αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι.

«Λοιπόν, Χριστίνα;» της είπε με στριγκιά φωνή «Δεν θα με καλέσεις στο ίδιο μου το σπίτι;» συνέχισε με φανερή διάθεση για καυγά. Η Χριστίνα παραμέρισε χωρίς να πει λέξη και η γυναίκα μπούκαρε στο σπίτι, στρογγυλοκάθισε στην φθαρμένη πολυθρόνα και της έκανε νόημα να πλησιάσει.

«Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα, Χριστίνα;» της είπε με φωνή που ξεχείλιζε από ειρωνεία. Η Χριστίνα που δεν είχε καμία διάθεση για καβγάδες και συζητήσεις κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η μεσόκοπη γυναίκα σήκωσε το φρύδι περιμένοντας ν’ ακούσει.

«3 Ιουλίου» απάντησε με επιθετικό τόνο η Χριστίνα.

«Και πότε έπρεπε να με πληρώσεις για το μήνα;» συνέχισε την ανάκριση σαν να μιλούσε σε νήπιο.

«Στις 1 του μηνός» απάντησε απηυδησμένη.

«Ακριβώς. Άντε λοιπόν πάνε να μου φέρεις το νοίκι.»

«Λυπάμαι πολύ, όμως, δεν θα μπορέσω σήμερα. Θα σας το δώσω αύριο. Μόλις πληρωθώ…»

«Αχ, Χριστίνα. Η συνέπεια είναι βασική προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει μια σχέση μεταξύ ενοικιαστή και ιδιοκτήτη.» της είπε με δήθεν καλοπροαίρετο τόνο. Η Χριστίνα προσπάθησε να δικαιολογηθεί και να της πει ότι ήταν λίγο υπερβολική, όμως την έκοψε. «Τέλος πάντως. Τώρα δεν έχει πλέον σημασία. Ότι έγινε, έγινε. Αυτό που θέλω από εσένα είναι μία υπόσχεση ότι δεν θα ξανασυμβεί και τα λεφτά αύριο πριν τη μία. Α! Και να το κρατάς πιο καθαρό σε παρακαλώ πολύ.» της είπε και τα λόγια της εκσφενδονίστηκαν, αφήνοντας έναν εκνευρισμό να πλανάτε στον αέρα. Φεύγοντας η γυναίκα βρόντηξε την πόρτα πίσω της, ρίχνοντας μια τελευταία αποδοκιμαστική ματιά.

«Άντε μου στο διάολο!» μουρμούρισε η Χριστίνα και κλείστηκε ξανά στο δωμάτιό της. Κάθισε και πάλι στο κρεβάτι και άφησε το μυαλό της να επιστρέψει στην αναδρομή στο παρελθόν, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο.

Αμέσως μετά από εκείνο το όνειρο που την είχε ταράξει τόσο, αποφάσισε να γράψει ένα διήγημα. Είχε σκοπό να το πάει στην τοπική εφημερίδα και να ζητήσει δουλειά. Κι έτσι έκανε.

Κλείστηκε στο σπίτι για τέσσερις ολόκληρες μέρες και χωρίς να κάνει διαλείμματα παρά μόνο για τις βιολογικές της ανάγκες, στρώθηκε στη δουλειά. Είχε τέσσερις μέρες να πλυθεί, να φάει, να σηκώσει τηλέφωνο και να απαντήσει στα επίμονα χτυπήματα της πόρτας. Το μόνο που έκανε ήταν να γράφει και να πίνει καφέδες για να την κρατάνε ξύπνια. Όταν τελείωσε το διήγημα και αντίκρισε το είδωλό της, αποφάσισε πως ήταν ώρα να σουλουπωθεί. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο, έφαγε κάτι και αποφάσισε να κοιμηθεί και να πάει στην εφημερίδα την επόμενη μέρα.

Μπαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας συνάντησε μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, με μαλλιά πιασμένα σφιχτό κότσο κι ένα πουκάμισο κουμπωμένο τόσο που νόμιζες θα πνιγεί.

«Παρακαλώ;» της είπε με μια γλυκιά φωνή κι ένα χαμόγελο στα χείλη.

«Ψάχνω τον διευθυντή της εφημερίδας. Τον κύριο Γερασιμίδη.»

«Μάλιστα. Σας περιμένει;» τη ρώτησε ψάχνοντας στα χαρτιά της. Η Χριστίνα σκέφτηκε να πει πως είχαν ραντεβού, αλλά αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο να είναι ειλικρινής αν επρόκειτο να δουλέψει εδώ.

«Όχι» είπε τελικά. «Όμως είναι μεγάλη ανάγκη να τον δω» πρόσθεσε βλέποντας το ύφος της γυναίκας.

«Για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε» είπε με ένα τόνο πονηριάς στο βλέμμα.

Τελικά η γυναίκα κανόνισε να δει τον κύριο Γερασιμίδη την ίδια κιόλας μέρα. Μόνο που θα έπρεπε να περιμένει ένα μισάωρο. Το μισάωρο πέρασε γρήγορα, παρατηρώντας τους φρενήρης ρυθμούς της εφημερίδας. Υπήρχε μία πόρτα δίπλα από το γραφείο της γυναίκας που οδηγούσε σ’ ένα χώρο γεμάτο από γραφεία. Πάνω στα γραφεία ήταν αφημένα χαρτιά. Σωροί από άρθρα και αποκόμματα εφημερίδων, πένες, μελάνια και μολύβια. Οι εργαζόμενοι έτρεχαν δεξιά κι αριστερά και ήταν πολύ απασχολημένοι για να προσέξουν την παρουσία της. Στο βάθος του δωματίου, υπήρχε μία πόρτα η οποία είχε μία επιγραφή: ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΙΔΗΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ.

Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και χτύπησε την πόρτα με την αναστροφή του χεριού της. Μια φωνή εξασθενιμένη της έδωσε την άδεια να περάσει και ανοίγοντας την πόρτα αντίκρισε έναν άνδρα γύρω στα πενήντα με μάτια που γυάλιζαν από την κούραση και δυο μαύρους κύκλους από κάτω. Της χάρισε ένα καλοσυνάτο χαμόγελο και της έγνεψε να καθίσει.

«Λοιπόν; Η κυρία Αποστόλου…» προφανώς η γυναίκα που την υποδέχτηκε «…μου είπε ότι είναι μεγάλη ανάγκη να μου μιλήσετε, κυρία…»

«Χριστόφια. Χριστίνα Χριστόφια» αποκρίθηκε.

«Λοιπόν, σας ακούω, δεσποινίς Χριστόφια»

«Χρειάζομαι δουλειά» μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα χωρίς περιστροφές. Ο διευθυντής που φαινόταν καλός άνθρωπος, άφησε να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός.

«Ξέρετε, δυστυχώς, δεν είμαστε σε θέση να προσλάβουμε άλλους εργαζόμενους. Έχουμε ήδη υπεραρκετούς. Δεν χρειαζόμαστε άλλους. Λυπάμαι πολύ, δεσποινίς Χριστόφια. Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω.» είπε μ’ ένα ύφος απολογητικό. Φαινόταν πως στ’ αλήθεια λυπόταν που δεν μπορούσε να κάνει κάτι.

«Όμως, ακούστε μισό λεπτό. Σας παρακαλώ» επέμεινε. Ο διευθυντής χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Είμαι συγγραφέας, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Θέλω να εργαστώ στην εφημερίδα. Δεν με νοιάζει αν ο μισθός δεν είναι πολύ ικανοποιητικός.» ο διευθυντής πήγε κάτι να πει, όμως η Χριστίνα αμέσως πρόσθεσε «Ορίστε. Αυτό είναι ένα διήγημα, αντιπροσωπευτικό της γραφής μου. Θα ήθελα να του ρίξετε μια ματιά. Σας παρακαλώ. Μια ματιά μόνο» είπε δίνοντας του τα χαρτιά που κρατούσε στο χέρι της. Ο διευθυντής τα πήρε και ξεκίνησε την ανάγνωση. Όταν τελικά τελείωσε, σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε κατάματα.

«Εσείς το γράψατε αυτό;» τη ρώτησε

«Μάλιστα» απάντησε διστακτικά η Χριστίνα. «Λοιπόν; Τι έχετε να πείτε;»

«Έξοχο! Παρά τις δυσκολίες που ίσως υπάρξουν, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι από σήμερα είστε επισήμως εργαζόμενη της εφημερίδας μας!»

«Σας ευχαριστώ πολύ! Αχ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!» προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή της, όμως ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της. Ευχαρίστησε πολλές φορές τον διευθυντή, σφίγγοντας του το χέρι και τελικά έφυγε βολίδα στο σπίτι της για να ξεκινήσει το νέο της έργο. Είχε δεκαπέντε ημέρες στη διάθεσή της για να του το παραδώσει.

Αυτές τις δεκαπέντε μέρες δεν σήκωσε κεφάλι. Τα γράμματα είχαν κατακλείσει το γραμματοκιβώτιο. Το σπίτι ήταν σε άθλια κατάσταση, όπως ακριβώς και η ιδιοκτήτριά του. Η Χριστίνα παραιτήθηκε απ’ το παντοπωλείο για να αφοσιωθεί στην καινούρια της δουλειά.

Οι δεκαπέντε μέρες κύλησαν σαν νερό και τελικά το διήγημα ήταν έτοιμο. Χωρίς καθόλου λάθη, αψεγάδιαστο. Έχοντας τελειώσει και εξαντλήσει το χρονικό της περιθώριο έφτασε στην πόρτα της εφημερίδας. Χαιρετήθηκε με την υπάλληλο που δούλευε στην υποδοχή κι έμαθε ότι το όνομά της ήταν Μαργαρίτα. Κατευθύνθηκε χωρίς καμία άλλη στάση στο γραφείο του διευθυντή. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε να κοιτάζει μια τον άνδρα που καθόταν στην πολυθρόνα καπνίζοντας ένα πούρο και μια την επιγραφή στην πόρτα που έλεγε με κεφαλαία γράμματα: ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΙΔΗΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ.

«Παρακαλώ, καθίστε» είπε ο άνδρας στην καρέκλα. Ήταν εύσωμος, μ’ ένα μακρύ μουστάκι και μαύρα μάτια. Της χαμογέλασε καθώς καθόταν στην καρέκλα και έδειξε μια σειρά από κιτρινισμένα δόντια. «Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Κωνσταντίνος Αγγέλου, διευθυντής της εφημερίδας» είπε αφήνοντας την Χριστίνα άφωνη.

«Μα νόμιζα πως ο κύριος Γερασιμίδης ήταν διευθυντής της εφημερίδας…» είπε και ο νέος διευθυντής την κοίταξε με έκπληκτος ύφος.

«Μα δεν έχετε ακούσει τίποτα;! Εφημερίδες δεν διαβάζετε;» ρώτησε έκπληκτος και βλέποντας το απορημένο ύφος της συνέχισε. «Πριν πέντε μέρες περίπου ο κύριος Γερασιμίδης βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του. Τραγική ιστορία. Πολλοί λένε ότι οι εχθροί του ήθελαν να τον βγάλουν απ’ τη μέση. Άλλοι λένε ότι αυτοκτόνησε κι άλλοι ότι είχε μπλέξει. Η επίσημη όμως ανακοίνωση λέει πως πρόκειται για καρδιακή προσβολή. Τον βρήκαν την επόμενη ημέρα στο σπίτι του και ειδοποίησαν ασθενοφόρο, όμως ήταν ήδη αργά. Έτσι από την Πέμπτη εκτελώ χρέη διευθυντή.» κατέληξε με προσποιητή θλίψη. Η Χριστίνα είχε μείνει άναυδη. Δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της.

«Καταλαβαίνω την ταραχή σας, δεσποινίς, όμως θα μπορούσατε να μου διευκρινίσετε τους λόγους για τους οποίους βρίσκεστε εδώ;» είπε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής.

«Μα φυσικά. Συγγνώμη για την αγένειά μου, αλλά μου ήρθε λίγο ξαφνικό. Να συστηθώ. Ονομάζομαι Χριστίνα Χριστόφια και είχα μιλήσει προ δεκαπέντε ημερών με τον κύριο Γερασιμίδη για μια δουλειά, την οποία τελικά μου έδωσε. Μου είχε πει σε δεκαπέντε μέρες να επέστρεφα με ένα διήγημα έτοιμο για να εκδοθεί και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Το έχω έτοιμο. Υποθέτω πως τώρα θα πρέπει να το παραδώσω σ’ εσάς.» είπε με όση ευγένεια διέθετε για να κάνει καλή εντύπωση στον καινούριο της εργοδότη.

«Μάλιστα.» ήταν το μόνο σχόλιο του Αγγέλου. Αυτό κι ένας βαθύ αναστεναγμός. «Κυρία Χριστόφια είμαι βέβαιος πως θα είστε ταλαντούχα, αλλιώς δεν θα σας προσελάμβανε ποτέ ο προκάτοχος της θέσης μου, όμως ο μακαρίτης μας άφησε χρέη. Πολλά χρέη, κυρία Χριστόφια. Γι’ αυτό είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσετε να εργασθείτε στην εφημερίδα.» το ύφος του ήταν απολογητικό, όμως μπορούσε άνετα να διακρίνει κανείς την ευχαρίστηση που ένιωθε μεταφέροντας ένα τέτοιο νέο. Είχε δύναμη και το απολάμβανε.

«Ίσως θα μπορούσατε να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτό που έχω γράψει. Μπορεί να σας αρέσει και ν’ αλλάξετε γνώμη» έκανε μια τελευταία προσπάθεια.

«Λυπάμαι κυρία Χριστόφια, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να προσληφθείτε σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα. Και τώρα αν δεν σας πειράζει… Έχω πολύ δουλειά. Όπως σας είπα ο μακαρίτης μας άφησε πολλά χρέη.» Η συζήτηση είχε τελειώσει και η Χριστίνα το κατάλαβε. Ήταν καιρός να φεύγει. Σηκώθηκε λοιπόν αργά προτάσσοντας το χέρι.

«Χάρηκα για τη γνωριμία, κύριε Αγγέλου. Ελπίζω να αλλάξετε γνώμη. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τα στοιχεία μου θα τα βρείτε στη γραμματεία» είπε δήθεν αδιάφορα.

«Δεν θα χρειαστεί, κυρία Χριστόφια.» δήλωσε κατηγορηματικά ο διευθυντής σφίγγοντας το χέρι της. Του χάρισε ένα από τα πιο αστραφτερά της χαμόγελα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα πάσχιζε να βρει κάπου δουλειά. Στο παντοπωλείο δεν την δέχονταν γιατί λέει είχε θιχτεί ο εγωισμός τους. Πήγε σε όλες τις τοπικές εφημερίδες, όμως παντού η απάντηση ήταν ίδια: « Μας συγχωρείτε, αλλά δεν χρειαζόμαστε άλλο προσωπικό».

Τον ειρμό των σκέψεών της και τη σιωπή της νύχτας, διέκοψαν κάτι δυνατές φωνές από έξω. Άνοιξε το μικρό παράθυρο, που βρισκόταν πάνω από το κρεβάτι της και προσπάθησε να εντοπίσει από πού προέρχονται οι φωνές. Μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να διακρίνει ένα αυτοκίνητο και δίπλα έναν άνδρα να έχει διπλωθεί στα δύο και να ουρλιάζει. Έκλεισε με δύναμη το παράθυρο, με τα μάτια γουρλωμένα κι έτρεξε χωρίς δεύτερη σκέψη στο δρόμο.

«Σςς! Ήσυχα! Σε παρακαλώ, μην φωνάζεις! Θα τους ξυπνήσεις όλους! Ανδρέα… Ανδρέα μου…Τι έγινε;»

Δεν της είπε τίποτα. Δεν είπε λέξη. Την πλησίασε και το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της. Ένα βλέμμα θολό, ακανόνιστο από το ποτό. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ. Τα χέρια του τυλίχτηκαν στη μέση της. Έκανε ένα βήμα πίσω, όμως η πλάτη της ακούμπησε στον τοίχο. Δεν είχε που να πάει. Δεν υπήρχε καμία διέξοδος. Το χέρι του άγγιζε το κορμί της αργά, βασανιστικά αργά. Άγγιξε το λαιμό της και προχώρησε με ευλαβικές σχεδόν κινήσεις. Τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της και η γλώσσα του προσπάθησε να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στα χείλη της. Η Χριστίνα προσπάθησε να αντισταθεί, όμως οι άμυνες της δεν ήταν αρκετές. Ο Ανδρέας τραβήχτηκε απότομα. Της χάιδεψε στοργικά το μάγουλο, μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης και μια Χριστίνα να στέκει εμβρόντητη.

Η Χριστίνα μπήκε στο σπίτι κι ακούστηκε το ανατριχιαστικό τρίξιμο στην πόρτα. Έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο κρεβάτι της. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί και το κυριότερο: πώς είχε συμβεί; Στον άστατο ύπνο της εκείνο το βράδυ την επισκέφθηκε ο Γεράσιμος Αγγέλου κι όλες οι ανατριχιαστικές μνήμες που συνοδεύουν το όνομα αυτό.

Μία εβδομάδα μετά την συνάντησή της με τον Αγγέλου, τον καινούριο διευθυντή της εφημερίδας, χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού της.

«Παρακαλώ;»

«Γεια σας. Η κυρία Χριστόφια;» ακούστηκε από μέσα μια βαθιά φωνή.

«Η ίδια» απάντησε η Χριστίνα, έχοντας την εντύπωση ότι κάτι της θύμιζε αυτή η φωνή.

«Ο κύριος Αγγέλου είμαι. Από την εφημερίδα» είπε η φωνή και περίμενε κάποια αντίδραση.

«Γεια σας, κύριε Αγγέλου. Πώς είστε;» είπε η Χριστίνα με όση προσποιητή ευγένεια μπορούσε.

«Μια χαρά. Δόξα το Θεό. Μια χαρά. Θα ήθελα να συζητήσουμε σχετικά με την πρόσληψή σας στην εφημερίδα.»

«Φυσικά. Θέλετε να περάσω τώρα από εκεί;» είπε με μια σπίθα ελπίδας να καίει μέσα της.

«Λυπάμαι, αλλά τώρα μου είναι αδύνατον. Τι θα λέγατε για σήμερα το βράδυ;»

Η Χριστίνα δέχτηκε και η συνάντηση κανονίστηκε για το ίδιο κιόλας βράδυ στο σπίτι του νέου, όπως φαίνεται, εργοδότη της Χριστίνας.

Μπαίνοντας στο σπίτι του Αγγέλου, η ατμόσφαιρα θύμιζε κάθε άλλο παρά επαγγελματικό ραντεβού. Η Χριστίνα, όμως την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά οπότε δεν σχολίασε τίποτα. Οι κινήσεις του μελλοντικού αφεντικού της ήταν παραπάνω από φιλικές και οι προτάσεις του έκρυβαν αμέτρητα υπονοούμενα.

Βγαίνοντας από το σπίτι του Αγγέλου, η Χριστίνα είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια στήλη στην εφημερίδα, αλλά το τίμημα που πλήρωσε ήταν πολύ ακριβό. Κάθε έργο της που δημοσιευόταν, της στοίχιζε την αξιοπρέπειά της. Είναι, λοιπόν, αυτό μικρό τίμημα για να πετύχει το όνειρό της;

Ξαφνικά θύμωσε με τον Ανδρέα. Θύμωσε και με τον ίδιο της τον εαυτό γι’ αυτά που θυσίασε τότε και γι’ αυτά στα οποία δεν μπόρεσε να αντισταθεί τώρα. Οι επόμενες μέρες κύλησαν έτσι. Με την Χριστίνα να τα βάζει μια με τον εαυτό της και μια με τον Ανδρέα. Κι οι επόμενοι μήνες, όμως, έτσι κύλησαν. Με την Χριστίνα θυμωμένη και τον Ανδρέα άφαντο.

Ένα πρωί η Χριστίνα έπινε τον καφέ της, διαβάζοντας εφημερίδα. Είχε διαβάσει όλα τα άρθρα κι έτσι γύρισε να διαβάσει τα κοινωνικά. Διάβασε μερικά ονόματα στους γάμους, λίγα ακόμα στις κηδείες, όταν ξαφνικά το βλέμμα της πάγωσε, ο θυμός εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η απελπισία. Διάβασε το όνομά του ξανά και ξανά και ξανά… Ανδρέας Γιαριφόρου. Η ώρα ήταν έντεκα και τέταρτο. Η κηδεία είχε πια τελειώσει κι ο Ανδρέας είχε φύγει οριστικά απ’ τη ζωή κι απ’ τη ζωή της…

Τις επόμενες δέκα μέρες το μοναδικό πράγμα που έκανε ήταν να κάθεται στο κρεβάτι της, δίπλα στο παράθυρο και να κοιτάζει τη θάλασσα. Προσπάθησε μια-δυο φορές να γράψει κάτι, οτιδήποτε, για να αισθανθεί καλύτερα, όμως χαμένος χρόνος. Οι λέξεις είχαν πεισμώσει και δεν έλεγαν να βγουν από μέσα της. Οι θάλασσές της, τα μάτια της, είχαν στερέψει. Δεν έχυναν πια άλλα δάκρυα.

Ύστερα από δέκα μέρες και μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα στην εξώπορτά του σπιτιού της, άνοιξε την πόρτα. Στο κατώφλι της στεκόταν η γριά που της νοίκιαζε το σπίτι και την κοιτούσε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά την έβλεπε σε τέτοιο χάλι. Τα μαλλιά της ήταν άλουστα και λαδωμένα, τα ρούχα της ήταν λερωμένα, το πρόσωπό της άσπρο σαν το χαρτί και τα μάτια της τόσο άδεια.

Η γριά μπήκε στο σπίτι και κάθισε σε μια φθαρμένη πολυθρόνα. Η Χριστίνα κάθισε κι αυτή απέναντί της και κοιτούσε το κενό. Όταν η γριά προσπάθησε να πει κάτι, η Χριστίνα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Έπειτα σταμάτησε απότομα και την κοίταξε στα μάτια.

«Όλα γι’ αυτό έγιναν» η φωνή της βγήκε βραχνή κι απόκοσμη. Μετά απ’ αυτή τη φράση ρίχτηκε στον καναπέ και βάλθηκε να κλαίει. Η γριά σκιάχτηκε κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Η γριά γύρισε την επόμενη μέρα, παρέα με κάτι νοσοκόμους, ντυμένους στ’ άσπρα. Πήραν τη Χριστίνα, χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση και την οδήγησαν σ’ ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο μπήκε σ’ ένα μεγάλο γκρι κτήριο με σιδερένιες πόρτες. Τα παράθυρα είχαν κάγκελα και έμοιαζε με φυλακή. Οδήγησαν την Χριστίνα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο με δυο καρέκλες κι ένα γραφείο. Ύστερα από λίγη ώρα ήρθε μέσα κι ένας τρίτος κύριος κι αυτός ντυμένος στ’ άσπρα. Της έκανε κάποιες ερωτήσεις, όμως η Χριστίνα επαναλάμβανε συνεχώς την ίδια φράση: «Όλα γι’ αυτό έγιναν.» Κι έπειτα σιωπούσε.

Καθόταν κάτω από ένα γέρικο πλατάνι, φορώντας μια άσπρη ρόμπα. Κοιτούσε το χώμα και ο νους της έτρεχε. Οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες. Ο Ανδρέας, ο Αγγέλου, η αδερφή της, η γριά, οι νοσοκόμοι, ο δολοφόνος στ’ όνειρό της, το όνειρο… Μπροστά της είχε αφημένο ένα χαρτί και μια πένα. Άγγιξε την πένα, την πήρε στο χέρι της και τύλιξε τα τρία πρώτα δάχτυλά της γύρω της. Την ακούμπησε στο χαρτί και το λέρωσε με μια κηλίδα από μελάνι. Καθόταν έτσι για ώρες ολόκληρες, με την πένα να λερώνει το χαρτί και το βλέμμα να κοιτάζει τον ουρανό. Έψαχνε θάλασσα, όμως γύρω της δεν υπήρχε πουθενά. Ξαναγύρισε το κεφάλι της στο χαρτί κι απέναντί της αντίκρισε τον Ανδρέα.

«Όλα γι’ αυτό έγιναν, Ανδρέα μου…» του ψιθύρισε και στα μάτια της έφτασαν δάκρυα. «Όλα γι’ αυτό το αναθεματισμένο έγιναν…» ξαναείπε, κοιτάζοντάς τον. Ήταν αμίλητος κι ανέκφραστος. Την κοιτούσε, όμως στα μάτια, τόσο έντονα σαν να της ζητούσε την αλήθεια. «Όλα γι’ αυτό έγιναν. Εγώ δεν φταίω. Ούτε κι εσύ φταις, ούτε κι η Άννα φταίει, ούτε κι η γριά. Κι ο δολοφόνος κι αυτός αθώος ήταν… Αυτό, όμως…Αυτό φταίει για όλα…». Έγραψε κάτι με την πένα στο χαρτί, γύρισε τον κοίταξε και του ψιθύρισε: «Το όνειρο…Όλα γι’ αυτό έγιναν…». Τότε γύρισε το κεφάλι της από την άλλη ανακουφισμένη που του είχε πει την αλήθεια κι όταν ξανακοίταξε προς το μέρος του, είχε εξαφανιστεί. Έμεινε μόνη να κοιτάει το χώμα ξανά και στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Είναι μικρό τίμημα αυτό;» είπε και πέταξε την πένα όσο πιο μακριά μπορούσε…