Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

Έξοδος Κινδύνου

Σήμερα σε σκεφτόμουν όλη μέρα. Θυμόμουν την τελευταία ερώτηση που μου είχες κάνει. Ποτέ δεν την ξέχασα. Ούτε κι εσένα σε ξεχνώ. Ούτε και τις τύψεις τις ξεχνώ. Όχι, ποτέ. Ούτε κι εκείνο το τηλέφωνο, ούτε τα δάκρυα, ούτε τα χρόνια που ήρθαν. Τίποτα δεν ξεχνώ. Όσο κι αν θέλω, όσο κι αν με συμφέρει να ξεχάσω… Δεν ξεχνώ. Θυμόμουν, λοιπόν, εκείνη την αναθεματισμένη ερώτηση και αναρωτιόμουν γιατί δεν σου απάντησα.
11 Μαρτίου, ξημερώματα Τετάρτης. Ήταν γύρω στις 3 όταν με πήρες τηλέφωνο. Είχα καταφέρει να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ και με ξύπνησες. Το σήκωσα και μου μίλησες. Ήσουν τόσο ταραγμένος. Δεν σε είχα ξανακούσει έτσι. Λες και ήξερες… Σε ρώτησα τι έχεις κι αμέσως ο τόνος της φωνής σου χαμήλωσε. Εσύ όμως δεν ηρέμησες. Σε άκουγα, το ένιωθα. Με ρώτησες αν εγώ είμαι καλά. Πάντα νοιαζόσουν πιο πολύ για μένα, παρά για τον εαυτό σου. Απάντησα μ’ ένα ξερό καλά. Ήξερες ότι δεν το εννοούσα. Λες και σου άναψα μια φωτιά, ο τόνος της φωνής σου υψώθηκε ξανά κι όλος ταραχή με ρώτησες: «Είναι λύση η αυτοκτονία;». Εγώ απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου δεν έβγαλα μιλιά. Μέχρι κι η ανάσα μου ήταν σιωπηλή. Σχεδόν δεν ανάσαινα, μήπως μ’ ακούσεις και θυμηθείς και με ξαναρωτήσεις. Επέμεινες. «Είναι λύση για σένα η αυτοκτονία;». Η φωνή σου είχε αρχίσει να ραγίζει κι εγώ συνέχιζα να μένω σιωπηλή. «Νομίζεις ότι μπορώ να το κάνω για πάντα; Νομίζεις ότι μπορώ να σε προσέχω για μια ζωή;». Πλέον το άκουγα καθαρά. Έκλαιγες. Εμένα τα μάτια μου είχαν στερέψει. Ούτε δάκρυ δεν κύλησε. Όχι ότι δεν με άγγιζαν αυτά που μου έλεγες… Όχι. Απλά, είχα στερέψει. «Ξέρεις πώς είναι να χάνεις τον άνθρωπό σου κάθε μέρα όλο και πιο πολύ; Ξέρεις πώς νιώθω εγώ όταν σε βλέπω να κοιτάς το κενό και ξέρω ότι εύχεσαι μ’ όλη σου την ψυχή να γίνει κάτι, οτιδήποτε και να πεθάνεις; Ξέρεις πώς είναι να δίνω όλο μου το είναι για να σε κάνω χαρούμενη, έστω και για ένα λεπτό, και να αποτυγχάνω; Να σε βλέπω να φεύγεις, να απομακρύνεσαι από μένα, απ’ τη ζωή, απ’ τον κόσμο όλο; Δεν ξέρεις.» Είχες δίκιο… Δεν ήξερα και ήθελα τόσο πολύ να σου πω συγγνώμη και να σου ζητήσω βοήθεια. Όμως, η φωνή μου λες και είχε κάνει φτερά. Δεν είπα κουβέντα. Παραιτήθηκες κι εσύ. Δεν άντεχες άλλο. Δεν σε κατηγορώ. Ήδη είχες ξοδέψει πολύ χρόνο και ένα τεράστιο κομμάτι της ψυχής σου για να γιατρέψεις τη δική μου.
Μα τι στο καλό με είχε πιάσει; Γιατί δεν απάντησα; Μια απλή ερώτηση ήταν! Είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ ένα τούνελ με δύο εξόδους όλες κι όλες. Και οι δύο είναι φραγμένες. Δεν μπορείς να πας πουθενά. Κάθε στιγμή που περνά, το οξυγόνο όλο και λιγοστεύει και δυσκολεύεσαι ν’ αναπνεύσεις. Είναι ένας θάνατος αργός και βασανιστικός. Ξέρεις ότι στο τέλος θα πεθάνεις από ασφυξία και απλά περιμένεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις. Φώναξες βοήθεια αλλά κανείς δεν σε άκουσε. Και κάποιοι που σε άκουσαν, παρίσταναν τους κουφούς – πού να μπλέκουν τώρα;. Και κάποιοι άλλοι ήταν όντως κουφοί. Η αυτοκτονία είναι η έξοδος κινδύνου. Κάθε τούνελ έχει κι από μία, όμως ξέρεις ότι αν ανοίξεις αυτήν την πόρτα ο θάνατος είναι μοιραίος. Είναι στο χέρι σου αν θα περιμένεις μέχρι να τελειώσει ο αέρας και να μετράς τις τελευταίες σου ανάσες ή αν θα ανοίξεις την πόρτα και θα τελειώνεις μια και καλή. Άρα, όχι, δεν είναι λύση. Είναι έξοδος κινδύνου. Μ’ ακούς;! Σου απαντάω τώρα! Είναι έξοδος κινδύνου! Όχι δεν είναι λύση! Μ’ ακούς;! Σου απάντησα! Γύρνα τώρα…
Κοιτάζω το κινητό μου μήπως και δω καμία κλήση σου, αλλά φυσικά δεν υπάρχει τίποτα. Κοιτάζω την πόρτα μήπως και φανείς, αλλά φυσικά δεν υπάρχει τίποτα. Αχ, Θεέ μου –αν μ’ ακούς, κι αν υπάρχεις, κι αν έχω ακόμα το δικαίωμα να επικαλούμαι το όνομά σου- γιατί να μην απαντήσω; Μία ερώτηση απλή ήταν. Θα μπορούσα να την απαντήσω. Την ερώτηση που θα ακολουθούσε τρέμω… «Εσύ πού βρίσκεσαι; Μπροστά στην έξοδο κινδύνου με το χέρι πάνω στο πόμολο, σε μια γωνιά μετρώντας τις ανάσες σου;Πού» Δεν ξέρω. Προς το παρόν φεύγω γιατί βλέπω ένα φως. Είναι άραγε καμιά μικρή ρωγμή ανάμεσα στις πέτρες ή το φωτάκι της εξόδου; Αχ, γιατί να μην μπορώ να σου απαντήσω;

Δεν υπάρχουν σχόλια: