Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2010

Κάποιος μου είπε....


Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που συναντήθηκα με το χαρτί και το στυλό. Μιλάω για ουσιαστική συνάντηση. Οι περισσότερες συναντήσεις τους τελευταίους δύο μήνες ήταν, ας πούμε, για καφέ. Σήμερα, λοιπόν, αποφάσισα να πάω μια βόλτα, παρέα με το χαρτιά μου πάντα, και να τα πιούμε, με σκοπό να τις μεθύσω τις άτιμες τις λέξεις και να βγουν αληθινές και δίχως ενδοιασμούς. Και να που πέτυχα το σκοπό μου και ο κενός χώρος στο χαρτί όλο και λιγοστεύει και οι λέξεις τρέχουν και μπερδεύονται στο μυαλό μου. Αληθινό χάος. Όμως, ας τις βάλω σε μια σειρά. Άλλωστε μεθυσμένες είναι, ότι θέλω τις κάνω…

Κάποιος μου είπε ότι έχω αλλάξει. Κάποιος μου είπε ότι δεν γελάω πια. Κάποιος μου είπε πως η ζωή μου είναι ένα κουτί με μια μητρική και μνήμες RAM. Κάποιος μου είπε ότι έχω κατάθλιψη. Κάποιος μου είπε ότι δεν ζω. Κάποιος μου είπε ότι η ζωή είναι μικρή. Κάποιος μου είπε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, μπορείς να το πετύχεις. Κάποιος αναρωτήθηκε τι έχω. Κάποιος με ρώτησε αν μπορεί να βοηθήσει. Κάποιος με ρώτησε αν μπορώ να τον βοηθήσω. Κάποιος με ρώτησε πώς αντέχω. Κάποιος γέλασε μ’ αυτά που είπα. Κάποιος είπε ότι ζω σε ροζ κόσμο. Κάποιος μ’ έστησε στον τοίχο κι άρχισε να πυροβολεί. Κάποιος άκουσε τις κραυγές μου κι έτρεξε να βοηθήσει μα δεν τον άφησα. Κάποιος μου είπε να σκάσω κι οι κραυγές έγιναν σιωπηλές. Κάποιος με λυπήθηκε και τον μίσησα. Κάποιος με μίσησε και τον λυπήθηκα. Κάποιος φύλαξε τα δάκρυά μου σε γυάλινο δοχείο. Κάποιος τ’ αγόρασε μισοτιμής από έναν πλανόδιο και στη μεταφορά του έσπασε. Κάποιος είπε ότι έχω αλλάξει…

Ρώτησα κάποιον γιατί να αλλάζουν οι άνθρωποι, μα απάντηση δεν πήρα. Ρώτησα κάποιον γιατί να θλίβονται, μα απ’ τα χείλη του ήχος δεν βγήκε. Ρώτησα κάποιον γιατί να είναι μόνοι, μα έσκυψε το κεφάλι. Ρώτησα κάποιον γιατί να παίρνουν χάπια οι άνθρωποι ως υποκατάστατα της ευτυχίας, μα κάρφωσε τα μάτια στο κενό. Ρώτησα κάποιον γιατί οι άνθρωποι μόνο να υπάρχουν, μα με κοίταξε σιωπηλός. Ρώτησα κάποιον γιατί δεν μπορούν να βρουν ησυχία όταν την έχουν ανάγκη. Ρώτησα κάποιον γιατί τόση υποκρισία. Ρώτησα κάποιον γιατί να μην μπορείς να βοηθήσεις. Ρώτησα κάποιον γιατί να αισθάνονται κι άλλοι όπως εγώ. Ρώτησα κάποιον γιατί το διαφορετικό φαντάζει γελοίο. Ρώτησα κάποιον γιατί οι άνθρωποι να έχουν αχρωματοψία, μα εκείνος έκλεισε τα μάτια του. Ρώτησα κάποιον γιατί ο κόσμος είναι τόσο σκληρός. Ρώτησα κάποιον γιατί φοβούνται να εμπιστευθούν. Ρώτησα κάποιον γιατί οι κραυγές να γίνονται σιωπηλές. Ρώτησα κάποιον γιατί να μισούν οι άνθρωποι, μα εκείνος έκλεισε τ’ αυτιά του. Ρώτησα κάποιον γιατί τα δάκρυα να μπαίνουν σε δοχεία και συνέχισα φωνάζοντας γιατί να σπάνε; Ρώτησα κάποιον γιατί να αλλάζουν οι άνθρωποι, μα απάντηση δεν πήρα. Μόνο ένα δάκρυ κύλησε κι όταν συνήλθε με συμβούλεψε να τ’ αφήσω όλα αυτά στην άκρη. Κάποιος μου είπε να γίνω φυσιολογική. Κάποιος μου είπε να σκάσω και οι κραυγές μου έγιναν σιωπηλές…

Δεν υπάρχουν σχόλια: