Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Τρίτη, Ιουνίου 29, 2010

Τώρα, τι;

Να' μαστε σήμερα πρώτη μέρα στη Χαλκιδική. Πώς και πώς την περίμενα αυτή τη μέρα. Ήδη από την τελευταία φορά που έφυγα, ανυπομονούσα να πατήσω ξανά στο ίδιο χώμα και να μυρίσω την αλμύρα της θάλασσας. Γιατί αυτή η μυρωδιά της θάλασσας δεν είναι όπως οι άλλες. Αυτή η μυρωδιά της θάλασσας είναι συνοδευόμενη από μνήμες, από στιγμές καλές και όμορφες, που όμως σου αφήνουν αυτή τη πικρή γεύση. Μια πικρή γεύση που σου' ρχεται, όταν χωρίς να το θέλεις, αρχίζεις να συγκρίνεις το "τότε" με το "τώρα" και βλέπεις για μία ακόμη φορά πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πράγματα, οι άνθρωποι γύρω σου, αλλά κυρίως εσύ. Κάπου ανάμεσα σ' αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, αφήνεις έναν αναστεναγμό και φοράς το ωραίο σου χαμόγελο, γιατί σε βλέπει και ο κόσμος. Έλεγα, όμως, για την πρώτη μου μέρα στη Χαλκιδική. Μπορεί αυτό το μέρος να μου φέρνει τόσες αναμνήσεις, τόσες που να πνίγομαι, όμως χωρίς αμφιβολία ευχαριστιέμαι τη διαμονή μου σ' αυτό. Σήμερα όμως, καθώς τα χιλιόμετρα έφευγαν κι εμείς απομακρυνόμασταν από το σπίτι, ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια ανησυχία. Είχα ένα αίσθημα ανασφάλειας, ένα αίσθημα φόβου. Μέχρι πριν από λίγες μέρες πίστευα ότι μπορούσα να πάω εκεί και να φέρομαι λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ποιον κοροϊδεύω όμως; Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τα δεδομένα άλλαξαν, η διάταξη των σπιτιών άλλαξε-δεν υπάρχει πλέον τόσο πράσινο, ο δρόμος που παίζαμε άλλαξε-δεν είναι πια χωματόδρομος και πολλοί επιτήδειοι τρέχουν, η παραλία μας άλλαξε, ακόμα και η φωτιά που ανάβαμε άλλαξε- έχασε τη δύναμή της, εμείς αλλάξαμε- λιγοστέψαμε, οι επισκέψεις μας αραίωσαν, οι φωνές μας σιγά-σιγά έσβησαν και η παιδικότητά μας χάθηκε. Αναμενόμενο ότι θα χαθεί, έτσι; Αυτό που μ' ενοχλεί είναι που χάθηκε τόσο νωρίς. Αυτά, λοιπόν, κι άλλα τόσα σκεφτόμουν. Δεν μπορώ πια να προσποιούμαι πως όλα είναι όπως παλιά, γιατί πολύ απλά δεν είναι. Μ' έπιασε η αυτοκριτική μου διάθεση και τα' βαλα με τον εαυτό μου, που τόσο καιρό με άφηνε να ελπίζω χωρίς να υπάρχει ελπίδα. Σε όλη αυτή την ενοχική διάθεση βοήθησε και το τραγούδι που ακουγόταν στο ραδιόφωνο: Μιχάλης Χατζηγιάννης-Το καλοκαίρι μου. Έπιασα τον εαυτό μου να μουρμουρίζει το ρεφρέν και ειλικρινά απόρησα. Μα πώς στο καλό το ήξερα;! Κι άλλες ενοχές ήρθαν να μου κάνουν παρέα. Είχαμε πλέον περάσει τη Μεταμόρφωση και σε λίγα λεπτά φτάναμε. Ήθελα, δεν ήθελα, έπρεπε να ξεφορτώσω τη βαλίτσα και να τακτοποιήσω τα πράγματά μου στη ντουλάπα, παίρνοντας πλέον απόφαση πως για ένα μήνα θα μένω εδώ. Άλλη επιλογή δεν είχα, οπότε βγήκα μια βόλτα να δω αν ήρθαν τα παιδιά.

Η Ζαφειρία τελείωσε την Τρίτη Λυκείου και ε΄ναι διακοπές με τις φίλες της. Δεν θα' ρθει. Ο Ανδρέας προτίμησε να μείνει φέτος στην Αράχωβα. Δεν θα' ρθει. Ο Κωνσταντίνος έχασε τον αδερφό του σε τροχαίο. Δεν θα΄ ρθει. Ο Άλεξ και η Μαρία είναι χάλια, γιατί οι γονείς τους είναι στα χωρίσματα. Δεν θα' ρθουν. Ο Γιάννης μάλωσε με τη θεία του και δεν τους παραχωρεί το σπίτι για διακοπές. Δεν θα' ρθει. Ο Ξενοφών έχει προπονήσεις για το Πανευρωπαϊκό στην κωπηλασία Δεν θα' ρθει. Η Νικολέτα πούλησαν το σπίτι, γιατί δεν άντεχαν τις αναμνήσεις. Αυτό μου είπε την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Μου είπε ότι θα ξεγράψει όλους και όλα όσα της θυμίζουν τον αδερφό της. Δεν μου έχει ξαναμιλήσει από τότε, ούτε κι εγώ τολμάω να πάρω τηλέφωνο. Ούτε κι αυτή θα' ρθει. Τους άλλους μπορεί κάποια μέρα, κάποτε να τους δω. Την Νικολέτα, όμως, όχι...

Έτσι έμεινα να κάθομαι μόνη στο μέρος που
ανάβαμε φωτιές, κι αν μυρίσεις μπορείς ακόμα να καταλάβεις τη μυρωδιά του καμένου ξύλου. Αν τεντώσεις τ' αυτιά σου, μπορείς να ακούσεις τα γέλια μας κι αν κοιτάξεις προσεκτικά, μπορείς ακόμα να μας δεις γύρω απ' τη φωτιά να μοιραζόμαστε εμπειρίες. Πάλι αφήνω, όμως, τον εαυτό μου να με παρασέρνει με τις ψεύτικες ελπίδες που μου δίνει. Έτσι, γρήγορα συνέρχομαι και το παίρνω απόφαση πως μοναδική παρέα μου για φέτος θα' ναι το χαρτί και το μολύβι. Ίσως να μου κρατάει συντροφιά πού και πού και η θάλασσα. Πλατειάζω, όμως. Πάντα αυτό κάνω. Αλλού θέλω να καταλήξω. Έφτασα στη Νικήτη, είναι όμορφη, η θάλασσα είναι υπέροχη και η ηρεμία που ζητάω είναι γεγονός. Έφτασα, λοιπόν. Τώρα, τι;

Κυριακή, Ιουνίου 27, 2010

Ζωντανή-Νεκρή


Μη μου μιλάς. Δεν σ’ ακούω. Δεν μπορώ. Έκλεισα τ’ αυτιά μου. Τα έκλεισα για να μην ακούω τίποτα. Να μην ακούω κανέναν. Μη μου μιλάς. Δεν σ’ ακούω. Συγγνώμη που δεν μπορώ να σου απαντήσω, μα μη μου κάνεις ερωτήσεις. Σου λέω δεν ακούω. Μη μου ζητάς να σε κοιτάξω. Δεν βλέπω. Δεν μπορώ. Έκλεισα τα μάτια μου. Τα έκλεισα για να μην βλέπω τίποτα. Να μην βλέπω κανέναν. Μη μου ζητάς να σε κοιτάξω. Δεν σε βλέπω. Συγγνώμη που δεν μπορώ να διαβάσω το πρόσωπό σου. Μη μου ζητάς να σου μιλήσω. Δεν μπορώ. Όχι, γιατί έκλεισα το στόμα μου. Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ. Απλά κουράστηκα. Σήμερα μίλησα πολύ. Συγγνώμη που δεν μπορώ να σου μιλήσω. Μπορώ όμως να σ’ αγγίξω. Σε νιώθω. Κρυώνεις; Τρέμεις ολόκληρος. Κλαις; Μα γιατί; Τι μου λες; Δεν σ’ ακούω. Συγγνώμη μα δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Λυπάμαι τόσο. Πρέπει να φύγω. Δεν σε νιώθω πια. Έκλεισα και την ψυχή μου. Σπαράζει η καρδιά μου να σε νιώθω να κλαις. Έκλεισα και το κεφάλι μου. Μα πόσα ν’ αντέξω; Όνειρα… Όνειρα … Όνειρα … Τόσα όνειρα που να χωρέσουν; Δεν μπορώ να ονειρευτώ. Συγγνώμη που δεν μπορώ να σε ονειρευτώ. Η καρδιά μου; Τι γίνεται μ’ αυτή; Ευθεία γραμμή σε μια παγωμένη οθόνη. Συγγνώμη που σκότωσα κάθε αλήθεια από μέσα μου. Είσαι ακόμα εδώ; Νιώθω τα δάχτυλά μου να παραλύουν. Το μολύβι γλιστράει απ’ το χέρι μου. Καμία επικοινωνία. Έφυγες ή μήπως έφυγα εγώ; Μα πώς να φύγω; Τα πόδια μου δεν με υπακούν. Πονάω. Ένας φριχτός πόνος, απροσδιόριστος. Τι να φταίει άραγε; Το πρησμένο μου, απ’ τα όνειρα, κεφάλι; Η απομονωμένη μου ψυχή; Ή απλά μου λείπεις; Δεν ξέρω… Έκλεισα την πόρτα και στη γνώση. Συγγνώμη που δεν μαθαίνω πια. Η ανάσα μου είναι βαριά. Με δυσκολία βγαίνει από μέσα μου. Έκλεισα την πόρτα και στη ζωή. Συγγνώμη, που δεν έζησα ποτέ. Πεθαίνω… Καιρός ήταν. Ζωντανή-νεκρή. Αυτό ήμουν. Συγγνώμη… Είσαι ακόμα εδώ; Μου μιλάς; Με κοιτάζεις; Μήπως μ’ αγγίζεις; Προσπαθείς να με βοηθήσεις; Άδικος κόπος. Δεν μπορείς. Τα παράτησα. Αφήνομαι… Σε ποιανού τα χέρια μη ρωτήσεις. Μη ρωτήσεις γιατί πρώτον δεν θα σ’ ακούσω και δεύτερον δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Συγγνώμη που δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Μα πώς να ζήσω έτσι όπως κατάντησα. Κουφή, τυφλή, άλαλη, αναίσθητη, χωρίς όνειρα, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό, παράλυτη. Μια ζωντανή-νεκρή. Είσαι εδώ; Μ’ ακούς; Είναι πια πολύ αργά. Είμαι τόσο κουρασμένη. Ψιθυρίζω μια τελευταία λέξη. Αν μ’ ακούς, κράτα μόνο αυτή: «Συγγνώμη…» Δεν σ’ ακούω. Έκλεισα τα μάτια μου…

Κυριακή, Ιουνίου 20, 2010

Έξοδος


Περίεργο μα δεν ξέρω πώς να αρχίσω… Συνήθως μου βγαίνει αυθόρμητα η αρχή και με παιδεύει λίγο το τέλος. Σήμερα οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Σήμερα πολλοί ρόλοι αντιστράφηκαν…

Σαββατόβραδο κι εγώ συνήθως είμαι στο σπίτι, πιο συγκεκριμένα στο δωμάτιό μου, και διαβάζω άρθρα στο internet, γράφω και πού και πού παίζω κανένα παιχνίδι. Δεν πολυβγαίνω έξω ή καλύτερα βγαίνω πολύ σπάνια. Δεν παραπονιέμαι, ούτε θέλω να φανώ το θλιμμένο κουταβάκι που το’ χουν παρατημένο. Όχι, σε καμία περίπτωση. Και παρέα έχω για να βγω και την άδεια των γωνιών μου έχω (πολλές φορές τελευταία με παρακαλάνε μάλιστα να πάω μια βόλτα), αυτό που μου λείπει είναι η διάθεση. Σήμερα, λοιπόν, ξέφυγα απ’ τα συνηθισμένα και βγήκα. Όχι τόσο γιατί το ήθελα εγώ, αλλά γιατί το ήθελαν άλλοι.

Είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο όταν καθίσαμε και παρ’ όλα αυτά δυσκολευτήκαμε να βρούμε άδειο τραπέζι. Η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά, μια μουσική που απεχθάνομαι, που όταν προσπάθησα να μιλήσω για να μπω κι εγώ στην κουβέντα δεν ακουγόμουν. Αναγκάστηκα να φωνάζω για να καταλαβαίνουν οι γύρω μου αποσπασματικά αυτά που λέω και αφού πόνεσε ο λαιμός μου απ’ τις φωνές, σταμάτησα την κουβέντα και κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην καρέκλα, πίνοντας το ποτό μου. Ήταν δυνατό, πολύ δυνατό, αλλά εξίσου γευστικό.

Ύστερα από λίγη ώρα κι ενώ το ποτήρι ήταν μισοάδειο, άρχισε να παίζει ένα τραγούδι που ήξερα. Ένα απ’ τα λίγα που ήξερα. Φτάνοντας στη μέση του 2ου ρεφρέν, χωρίς να το καταλάβω σιγομουρμούριζα τους στίχους. Στίχοι άδειοι που αδυνατώ να καταλάβω το νόημά τους. Κι όμως τους ήξερα, τους σιγοτραγουδούσα. Κι ενώ χανόμουν σ’ αυτές τις σκέψεις και σε άλλες παρόμοιες, χωρίς συνοχή και αλληλουχία, άκουσα μέσα από τη βαβούρα το όνομά μου και αμέσως μετά να ακολουθεί η φράση: «πάμε μια βόλτα;». Τα πόδια μου είχαν κοπεί και ζαλιζόμουν με την παραμικρή κίνηση του κεφαλιού μου. Η βόλτα ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή. Ήξερα, όμως ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν κι η δική μου σειρά.

Αυτές οι βόλτες, μια ανόητη συνήθεια που έχει επικρατήσει και μόνο μειονεκτήματα βλέπω. Περνάμε 3-4 φορές από το ίδιο σημείο βλέποντας διαρκώς γνωστούς που, με μία έκφραση βαριεστιμάρας ανάμεικτη με προσποιητό ενθουσιασμό, σε χαιρετάνε ή άλλοι δεν σε χαιρετάνε καν και γυρίζουν το κεφάλι από την άλλη. Και καθώς, λοιπόν, περνάς μπροστά από τις καφετέριες με όση, προσποιητή πάντα, άνεση μπορείς, γίνονται σχόλια όπως: «Δες τι φοράει αυτή!», «Μα καλά δεν βλέπει ότι δεν της πάει το παντελόνι;!», «Κοίτα τι μαλλί έχει ο άλλος!». Ειλικρινά δεν ξέρω αν είμαστε για γέλια ή για κλάματα.

Ύστερα πάλι στο τραπέζι, χωρίς να μπορώ να μιλήσω αλλά ούτε και να ακούσω αυτά που μου λένε! Ακούμπησα, λοιπόν, την πλάτη μου στην καρέκλα κι άρχισα να παίζω με το κινητό μου. Έχει ωραία παιχνιδάκια τελικά. Ώρες-ώρες είμαι ευγνώμων στον μπαμπά μου, που επέμενε να μου το αγοράσει.

Στο τέλος της βραδιάς, δηλαδή γύρω στις 12 (παραπάνω δεν αντέχω), τα πόδια μου με πεθαίνουν γιατί τα παπούτσια με χτύπησαν και μου’ χει μείνει στο μυαλό μια φράση μόνο: «Αύριο μην αργήσεις!»

Να, λοιπόν, που σήμερα η αρχή με δυσκόλεψε και το τέλος μου βγήκε αυθόρμητα. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και θα παραμείνουν αντεστραμμένοι μέχρι αύριο το βραδύ. Όχι, γιατί το θέλω εγώ, αλλά γιατί μου το ζήτησαν άλλοι και δεν έχω λόγο να τους αρνηθώ. Ίσως μπω σε νέα λιμάνια σκέψεων, όμως και πάλι οι ρόλοι θα επανέλθουν στο φυσικό τους, είτε το θέλω είτε όχι. Ζητώ συγγνώμη αν οι σκέψεις μου ήταν ασύνδετες και η γραφή μου ακανόνιστη, όμως δεν φταίω εγώ. Φταίει η Tequila

Πέμπτη, Ιουνίου 03, 2010

Ξεχρεώνω Τις Οφειλές Μου

Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο ήλιος λίγο πιο πάνω απ’ τον λόφο, ετοιμαζόταν να δύσει. Είχε ψύχρα, όμως καθόμασταν στην παραλία και οι ακτίνες του ήλιου μας ζέσταιναν ευχάριστα. Απ’ το μεσημέρι ήμασταν εκεί. Είχαμε πάρει τις μπύρες αγκαλιά και συζητούσαμε. Καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ έναν βράχο και τα πόδια σταυρωμένα. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη, με το κεφάλι μου στο γόνατό του. Είχαμε γελάσει πολύ εκείνη την ημέρα. Είχαμε κέφια, βοήθησε λίγο και η μπύρα.

Πάνω σε μια τέτοια στιγμή, λοιπόν, αμέσως μετά από μια κρίση γέλιου τον είδα να σοβαρεύει. Κοίταζε τη θάλασσα και το βλέμμα του έμοιαζε να τη διαπερνάει. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν; Και τι δεν θα’ δινα για να είμαι κάτι τέτοιες στιγμές κάπου εκεί στην άκρη του μυαλού του. Με κοίταξε στα μάτια μ’ ένα βλέμμα τόσο διαπεραστικό που με ανάγκασε να γυρίσω το κεφάλι μου απ’ την άλλη. Τότε ακούστηκε η φωνή του, ασυνήθιστα σοβαρή, να με ρωτάει γεμάτη απορία:

«Γιατί;»

«Τι εννοείς;» κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε, όμως δεν μπόρεσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους. Ωστόσο, δεν έχασε την ψυχραιμία του. Πάντα ήταν υπερβολικά υπομονετικός μαζί μου.

«Γιατί γράφεις;»

Κατάλαβα ότι αυτό ήταν η αρχή μιας πολύ σοβαρής συζήτησης, όμως δεν είχα καμία διάθεση. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, όμως. Έπρεπε να του απαντήσω. Σηκώθηκα, λοιπόν, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα πυρετωδώς για μια απάντηση. Δεν μου ερχόταν τίποτα στο μυαλό. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Γιατί γράφω; Ήπια μια γουλιά μπύρα στην προσπάθειά μου να κερδίσω χρόνο, ενώ έψαχνα. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, όμως δεν είχα τι να πω. Έτσι ήπια λίγη μπύρα ακόμη.

«Γιατί πρέπει» είπα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό και περίμενα μια πραγματικά περίπλοκη απάντηση. Όμως δεν έκανε τίποτα. Γύρισε το κεφάλι του προς τη θάλασσα και κοιτούσε και πάλι το άπειρο. Κι εγώ έμεινα να τον κοιτάζω, χωρίς να μπορώ να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις είχε κάνει. Ήμουν σίγουρη πως η απάντηση δεν τον είχε ικανοποιήσει, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο. Τον κοίταζα σαστισμένη. Γύρισε το κεφάλι του, μου χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και άρχισε να παίζει με την άμμο. Χαλάρωσα κι εγώ και ξάπλωσα πάλι στα πόδια του.

Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά την τελευταία μας αυτή συζήτηση αν με ρωτούσε γιατί έγραψα αυτό το κείμενο, η απάντηση μου θα ήταν: «επειδή μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση που μου είχες κάνει». Ίσως αν είχα τότε την απάντηση, πολλά πράγματα να είχαν αλλάξει. Ίσως να με κορόιδευε όταν την άκουγε, χωρίς ίχνος κακίας βέβαια, μ’ εκείνο το γλυκό χαμόγελο και το παιχνίδισμα στα μάτια – κάτι μάτια που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Ίσως απογοητευόταν γιατί δεν θα ικανοποιούσε το αχαλίνωτο πάθος του για γνώση. Ίσως και να μην έκανε τίποτα, όπως εκείνο το απόγευμα. Όποια κι αν ήταν η αντίδρασή του πάντως, θα είχε ακούσει την αλήθεια.

«Γράφω, όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί το θέλω και το χρειάζομαι. Το χρειάζομαι τώρα πιο πολύ από ποτέ.»

Σήμερα, λοιπόν, ενάμιση χρόνο μετά ίσως να μην ξαναέγραφα ποτέ, αν ήταν εδώ. Γιατί τότε απλά έπρεπε να το κάνω, τώρα όμως του το χρωστάω…