Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Κυριακή, Ιουνίου 20, 2010

Έξοδος


Περίεργο μα δεν ξέρω πώς να αρχίσω… Συνήθως μου βγαίνει αυθόρμητα η αρχή και με παιδεύει λίγο το τέλος. Σήμερα οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Σήμερα πολλοί ρόλοι αντιστράφηκαν…

Σαββατόβραδο κι εγώ συνήθως είμαι στο σπίτι, πιο συγκεκριμένα στο δωμάτιό μου, και διαβάζω άρθρα στο internet, γράφω και πού και πού παίζω κανένα παιχνίδι. Δεν πολυβγαίνω έξω ή καλύτερα βγαίνω πολύ σπάνια. Δεν παραπονιέμαι, ούτε θέλω να φανώ το θλιμμένο κουταβάκι που το’ χουν παρατημένο. Όχι, σε καμία περίπτωση. Και παρέα έχω για να βγω και την άδεια των γωνιών μου έχω (πολλές φορές τελευταία με παρακαλάνε μάλιστα να πάω μια βόλτα), αυτό που μου λείπει είναι η διάθεση. Σήμερα, λοιπόν, ξέφυγα απ’ τα συνηθισμένα και βγήκα. Όχι τόσο γιατί το ήθελα εγώ, αλλά γιατί το ήθελαν άλλοι.

Είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο όταν καθίσαμε και παρ’ όλα αυτά δυσκολευτήκαμε να βρούμε άδειο τραπέζι. Η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά, μια μουσική που απεχθάνομαι, που όταν προσπάθησα να μιλήσω για να μπω κι εγώ στην κουβέντα δεν ακουγόμουν. Αναγκάστηκα να φωνάζω για να καταλαβαίνουν οι γύρω μου αποσπασματικά αυτά που λέω και αφού πόνεσε ο λαιμός μου απ’ τις φωνές, σταμάτησα την κουβέντα και κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα στην καρέκλα, πίνοντας το ποτό μου. Ήταν δυνατό, πολύ δυνατό, αλλά εξίσου γευστικό.

Ύστερα από λίγη ώρα κι ενώ το ποτήρι ήταν μισοάδειο, άρχισε να παίζει ένα τραγούδι που ήξερα. Ένα απ’ τα λίγα που ήξερα. Φτάνοντας στη μέση του 2ου ρεφρέν, χωρίς να το καταλάβω σιγομουρμούριζα τους στίχους. Στίχοι άδειοι που αδυνατώ να καταλάβω το νόημά τους. Κι όμως τους ήξερα, τους σιγοτραγουδούσα. Κι ενώ χανόμουν σ’ αυτές τις σκέψεις και σε άλλες παρόμοιες, χωρίς συνοχή και αλληλουχία, άκουσα μέσα από τη βαβούρα το όνομά μου και αμέσως μετά να ακολουθεί η φράση: «πάμε μια βόλτα;». Τα πόδια μου είχαν κοπεί και ζαλιζόμουν με την παραμικρή κίνηση του κεφαλιού μου. Η βόλτα ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή. Ήξερα, όμως ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν κι η δική μου σειρά.

Αυτές οι βόλτες, μια ανόητη συνήθεια που έχει επικρατήσει και μόνο μειονεκτήματα βλέπω. Περνάμε 3-4 φορές από το ίδιο σημείο βλέποντας διαρκώς γνωστούς που, με μία έκφραση βαριεστιμάρας ανάμεικτη με προσποιητό ενθουσιασμό, σε χαιρετάνε ή άλλοι δεν σε χαιρετάνε καν και γυρίζουν το κεφάλι από την άλλη. Και καθώς, λοιπόν, περνάς μπροστά από τις καφετέριες με όση, προσποιητή πάντα, άνεση μπορείς, γίνονται σχόλια όπως: «Δες τι φοράει αυτή!», «Μα καλά δεν βλέπει ότι δεν της πάει το παντελόνι;!», «Κοίτα τι μαλλί έχει ο άλλος!». Ειλικρινά δεν ξέρω αν είμαστε για γέλια ή για κλάματα.

Ύστερα πάλι στο τραπέζι, χωρίς να μπορώ να μιλήσω αλλά ούτε και να ακούσω αυτά που μου λένε! Ακούμπησα, λοιπόν, την πλάτη μου στην καρέκλα κι άρχισα να παίζω με το κινητό μου. Έχει ωραία παιχνιδάκια τελικά. Ώρες-ώρες είμαι ευγνώμων στον μπαμπά μου, που επέμενε να μου το αγοράσει.

Στο τέλος της βραδιάς, δηλαδή γύρω στις 12 (παραπάνω δεν αντέχω), τα πόδια μου με πεθαίνουν γιατί τα παπούτσια με χτύπησαν και μου’ χει μείνει στο μυαλό μια φράση μόνο: «Αύριο μην αργήσεις!»

Να, λοιπόν, που σήμερα η αρχή με δυσκόλεψε και το τέλος μου βγήκε αυθόρμητα. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και θα παραμείνουν αντεστραμμένοι μέχρι αύριο το βραδύ. Όχι, γιατί το θέλω εγώ, αλλά γιατί μου το ζήτησαν άλλοι και δεν έχω λόγο να τους αρνηθώ. Ίσως μπω σε νέα λιμάνια σκέψεων, όμως και πάλι οι ρόλοι θα επανέλθουν στο φυσικό τους, είτε το θέλω είτε όχι. Ζητώ συγγνώμη αν οι σκέψεις μου ήταν ασύνδετες και η γραφή μου ακανόνιστη, όμως δεν φταίω εγώ. Φταίει η Tequila

Δεν υπάρχουν σχόλια: