Στου αιώνα το φευγιό

«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»



Bob Dylan

Κυριακή, Αυγούστου 08, 2010

Μεσάνυχτα



Η ώρα είναι 12. Πολύ αργά για τα δεδομένα των δικών μου, η κατάλληλη όμως ώρα για γράψιμο για μένα. Πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια, που καταφέρνω να μείνω, βράδυ, μόνη στην αυλή. Από τότε που αγοράσαμε την κούνια, πάνε 4 ή 5 χρόνια, ήθελα να ζητήσω να μείνω έξω μια φορά, αλλά δεν τολμούσα. Καθόμουν στην κούνια που ανέφερα πριν και κοίταζα το πλατάνι και τ’ αστέρια. Αυτό που μου έλειπε ήταν η ησυχία. Ήθελα να χαζέψω το πλατάνι και να μετρήσω τ’ αστέρια, χωρίς να ακούω ομιλίες, γέλια και τ’ όνομά μου, συνεχώς. Να που έφτασε αυτή η μέρα. Κάθομαι, λοιπόν, στην κούνια μου και χαζεύω το πλατάνι. Να που όμως δεν είναι όπως παλιά.

Το θυμάμαι που ήταν φουντωτό και άπλωνε περήφανο τα κλαδιά του και η παχιά του σκιά δρόσιζε τους τυχόν περαστικούς. Τώρα, το κοιτάω και δεν είναι ίδιο. Σαν να κόντυνε λιγάκι, σαν να έχασε το ζωντανό του χρώμα. Τώρα κατάλαβα τι φταίει. Η μισή πλευρά του λείπει! Ναι, κάτι αρχίζω και θυμάμαι. Ήθελαν να φτιάξουν δρόμο και το περήφανο πλατάνι τους εμπόδιζε. Έκοψαν, λοιπόν, το μισό δέντρο. Κι έτσι, έμεινε το πλατάνι να στέκεται μοναχό του, θέλοντας να κρυφτεί αφού είχε χάσει την παλιά του αρχοντιά. Έχει γύρει προς το διπλανό φράχτη κουρασμένο και φαίνεται σαν να παρακαλάει για φωτιά ή για τσεκούρι. Τα μάτια μου δακρύζουν. Το πλατάνι δεν είναι ίδιο. Δεν μου κρατάει πια σκιά, όταν ζεσταίνομαι και δεν μ’ αφήνει να το χαζέψω. Όμως, τι να κάνουμε; Έτσι έχουν τα πράγματα.

Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά να μετρήσω τ’ αστέρια. Στην πόλη, θυμάμαι, τ’ αστέρια έχουν τρομάξει από τα φώτα. Σκιάχτηκαν απ’ τις μηχανές και φοβήθηκαν ότι οι ψηλοί πύργοι κινητής και ακίνητης τηλεφωνίας θα τα χτυπήσουν, έτσι όπως κοντοζυγώνουν. Τρόμαξαν, λοιπόν, τ’ αστέρια και κρύφτηκαν μέχρι να τους περάσει το τρέμουλο. Εδώ, όμως… Εδώ όλα ήταν διαφορετικά. Σήκωνα το κεφάλι στον ουρανό κι έβλεπα αμέτρητα αστέρια. Άλλα μικρά κι άλλα πιο μεγάλα. Άλλα φωτεινά κι άλλα που τρεμόπαιζε το φως τους. Όλα μαζί, όμως, ήταν αρκετά για να φωτίσουν τον μαύρο ουρανό. Μου άρεζε να κάθομαι στην κούνια και να τα μετράω. Αυτό είχα σκοπό να κάνω και τώρα, λοιπόν. Σήκωσα το κεφάλι κι άρχισα να τα μετράω. Ένα, δύο, τρία… Όμως, δεν μου έβγαιναν στο μέτρημα. Τι έγινε; Και τ’ αστέρια εξαφανίστηκαν;! Τώρα, κατάλαβα τι έχει γίνει. Τ’ αστέρια έπαψαν να ρίχνουν το φως τους για να βοηθήσουν το πλατάνι. Τώρα πια που τρεμοπαίζουν λίγα μόνο, δεν φαίνεται πολύ ότι το πλατάνι γέρασε. Μοιάζει σαν να’ ναι όπως παλιά.

Ένα κρώξιμο ακούστηκε κάπου ποιο πέρα. Κι όλο τα φύλλα θροΐζουν απ’ το αεράκι. Και κάτι σκυλιά πιο εκεί γαβγίζουν. Και κρυώνω. Και η σιωπή δεν είναι όπως παλιά. Αυτή η σιωπή με τρομάζει. Όμως, περίμενα γι’ αυτή τη σιωπή 4 ή 5 χρόνια, δεν θα φύγω τώρα. Ψάχνω τρόπους να κάνω τα πράγματα να φαίνονται λίγο πιο φιλικά, λίγο

πιο γνώριμα…

Αν κοιτάξεις μόνο τ’ αστέρια είναι λίγα. Αν κοιτάξεις μόνο το πλατάνι είναι γέρικο. Αν όμως, κοιτάξεις το πλατάνι και τ’ αστέρια και τη θάλασσα και το γρασίδι…και…και…και… Θα διαπιστώσεις πως το ένα καλύπτει την ατέλεια του άλλου. Όλα μαζί συνθέτουν μια εικόνα που θυμίζει το χθες, όσο τίποτε άλλο.

Νομίζω πως αυτή η νυχτερινή μου εξόρμηση στην αυλή κάθε άλλο παρά άχρηστη ήταν. Σήμερα το βράδυ θα κοιμηθώ πολύ καλύτερα ξέροντας πως τη νύχτα, τ’ αστέρια πληθαίνουν, το πλατάνι ξαναζωντανεύει και η σιωπή αποπνέει μια γαλήνη, όπως τότε. Θα κοιμηθώ, λοιπόν καλύτερα, ξέροντας πως τη νύχτα ζωντανεύουν οι νεκροί μου. Τι γίνεται όμως όταν ανοίξω τα μάτια μου το πρωί;

Δεν υπάρχουν σχόλια: