Το σπίτι είναι άδειο και δεν με χωράει και το δωμάτιό μου είναι πολύ μικρό. Οι τοίχοι στο διάδρομο όλο και στενεύουν. Πάλι πίσω στο δωμάτιό μου. Το ταβάνι μοιάζει σαν να κατεβαίνει και το μούγκρισμα του υπολογιστή ακούγεται εκκωφαντικό. Ο κόσμος γύρω μου σκοτεινιάζει και φωνάζω για βοήθεια, αλλά η φωνή μου σταματάει στους τοίχους που όλο και με πλησιάζουν. Κλείνω τα μάτια και περιμένω να με συνθλίψουν. Έχει περάσει πολύ ώρα. Τα ανοίγω, όμως δεν βλέπω καλά. Είναι όλα γύρω μου θολά απ’ τα δάκρυα κι έχει σουρουπώσει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έχω συνέλθει. Οι τοίχοι είναι και πάλι στη θέση τους, το ταβάνι απέχει την ίδια απόσταση από το πάτωμα με πριν και ο υπολογιστής σταμάτησε το μούγκρισμα. Το σπίτι είναι άδειο και δεν με χωράει. Κάθομαι σε μια γωνία και απολαμβάνω τη σιωπή. Το σπίτι είναι άδειο και συμβιβάζομαι…
Κραυγάζουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε. Σιωπή. Δυναμώνουμε τη φωνή μας. Σιωπή. Βραχνιάζουμε, όμως δεν σταματάμε. Σιωπή. Αυτές οι ανησυχίες μου μ' έφτασαν εδώ που είμαι. Σαν αγκάθια μέσα στην ψυχή μου. Ακόμη και τα τριαντάφυλλα όμως έχουν αγκάθια...
Σελίδες
Στου αιώνα το φευγιό
«...Άκουσα τον κεραυνό να πέφτεi, και πριν μια τρομερή βροντή. Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη. Άκουσα εκατό τυμπανιστές, τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά. Άκουσα χίλιους ανθρώπους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά. Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά. Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Άκουσα ένα παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει και κανείς να μην τον θέλει. Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια, ω, άγρια, σου λέω άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει.»
Bob Dylan
Τρίτη, Μαΐου 18, 2010
Σάββατο, Μαΐου 15, 2010
Δεν είναι ότι φοβάμαι...(?)
http://www.youtube.com/watch?v=d5cjJdVkcw4
(το βιντεάκι έχει ενδιαφέρον από το 1:10 κι έπειτα, απλά δεν μπορούσα να το βρω από εκείνο το σημείο...)
Δευτέρα, Μαΐου 10, 2010
????????????
Στον Οδυσσέα...
Οδυσσέα μου, πού είσαι? Πού χάθηκες? Σε ποιό λιμάνι έχεις αράξει τώρα? Φεύγοντας, Οδυσσέα, σου’ χα πει να μου γράφεις… Να μου λες για τα ταξίδια σου και για τις Ιθάκες σου. Ποιός ξέρει σε ποια απομακρυσμένη ακτή βρίσκεσαι και δεν μπορείς να μου μιλήσεις, ξελογιασμένος απ’ τις παράξενες ομορφιές ενός καινούριου κόσμου… Κακία, Οδυσσέα μου? Όχι… Δεν σου κρατώ κακία, ούτε σου θυμώνω. Μονάχα λίγο απογοητευμένη είμαι. Λίγο πληγωμένη. Αλλά θα μου περάσει… Εσύ κοίτα να περνάς καλά και μην σταματήσεις την αναζήτησή σου. Όσο για μένα, είπαμε… Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Βλέπεις, εσύ έχεις γερό σκαρί που αντέχει στις φουρτούνες, αλλά το δικό μου αντέχει ακόμα και μισοβουλιαγμένο… Πρέπει να ξέρεις, όμως, Οδυσσέα ότι όταν αυτή η Ιθάκη σε απογοητεύσει και με γυρέψεις, δεν θα με βρεις… Θα’ χω αλλάξει διεύθυνση, τόπο κατοικίας και όνομα… Γι’ αυτό μην μπεις στον κόπο να με ψάξεις. Δεν θα με βρεις. Κι αν ποτέ, Οδυσσέα μου, ύστερα από χρόνια με θυμηθείς και θελήσεις να μάθεις τι κάνω, μην μπεις στον κόπο να ρωτήσεις… Μια επιπόλαια σκέψη θα’ ναι και να σου φύγει αμέσως απ’ το μυαλό. Να στρέψεις πάλι την προσοχή σου στην Ιθάκη σου. Από σήμερα, λοιπόν, αλλάζω όνομα κι εσύ Οδυσσέα παύεις να υπάρχεις… Μη νομίζεις ότι το κάνω με ευκολία… Πονάει. Αλλά πρέπει… Για το καλό μου. Να προσέχεις…Αντίο, Οδυσσέα…
Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010
Αντίο
Σκόνη αφήνουν πίσω τους και τίποτα άλλο. Σκόνη αφήνουν και φοβάμαι. Εγκληματίες με μαύρα κουστούμια που δεν ντρέπονται να σε κοιτάξουν στα μάτια, ενώ έχουν ακόμα στις τσέπες τους τα κλοπιμαία. Αυτοί οι άνθρωποι με τα μαύρα κουστούμια αναμιγνύονται με εμάς, τους απλούς ανθρώπους. Τους προδίδουν όμως, πρώτα απ’ όλα, τα κουστούμια τους κι ύστερα η σκόνη…Βρίσκεται πάνω στα κουστούμια τους και πλανάται στον αέρα. Στέκονται δίπλα σου, δίπλα μου. Είναι παντού. Μας έχουν περικυκλώσει κι είναι όλοι ίδιοι. Φέρνουν μαζί τους σκόνη. Σκόνη, σκόνη, σκόνη…Εγώ όμως είμαι αλλεργική στη σκόνη. Σας χαιρετώ λοιπόν όλους εσάς με τα μαύρα κουστούμια και καλόν ύπνο σ’ αυτούς που μένουν πίσω. Εγώ φεύγω…